United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα. 290 Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο, και τρία αδέρφια μου που μια μας γέννησε μητέρα, κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα Όμως εσύ δε μ' άφινεςσα μούσφαξε τον άντρα 295 ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργονα κλαίω, μον πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια να κάνεις τις χαρές μου εκεί.

Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· «Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365 παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. και κείνον, αχ!

Κατόπι τράβηξε κατά τα Μέγαρα, δίχως να φέρη βλάβη στην Αττική, μόνο που έκαψε το ναό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελεψίνα. Από τα Μέγαρα έπιασε τις πολιτείες με την αράδα και τις κούρσευε. Κόρινθο, Άργος, Σπάρτη, όλες τις πέρασε. Εδώ και κει απαντούσε κάποια αντίσταση, μα από χωρικούς, ασήμαντα πράματα.

Τι λογής πήρε κ' έκαψε κατόπι τον Πειραιά ο Σύλλας, τι λογής αντάμωσε τον Αρχέλαο στη Χαιρώνεια και τον ξολόθρεψε, τι λογής έκλεψε τους Θηβαίους για να ξεπλερώση τα δανεισμένα ταφιερώματα κ' έκαμε τέλος ειρήνη με τον ταπεινωμένο Μιθριδάτη, είναι της Ρωμαϊκής ιστορίας.

ΑΝΑΤ. Ιστέ μόσκοβο, φραντζέζο, εγκλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραΐμ πασσά, βέρσελαμ , ντε ντιαβάζεις φημερίδα : εσύ είσαι Λογιώτατο. ΛΟΓ. Οι στόλοι των δυνάμεων; ΑΝΑΤ. Τί λες, άνταμ, κύριε των δυνάμεω; σαρακοστή ακόμη ντεν ήρτε. ΑΛΒ. Πρα τι χαμπέρι ορέ; ΑΝΝΑΤ. Καινούργια χαβαντήσια. ΑΝΑΤ. Πλιάτζικα ορέ;

Κι' αφτός πατέρα γέρο 420 έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους, που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα. Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η καρδιά μου, όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του, 425 τον Έχτορα.

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. 205 Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. 210 Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.

Ο Μανώλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ' ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έρριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανώλην: — Πατούχα ... Πατούχα! Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.

Και εξηκολούθησε πάλιν ομιλούσα. — Μάλιστα, εθύμωσα! αυτό δεν το αρνούμαι. Αλλά εθύμωσα όχι μαζί σου, αλλά με τον Βεζούβιον. Με τον ΓέροΒεζούβιόν σου, τον σκληρόν και απάνθρωπον μνηστήρα σου! Ακούς εκεί; Έκαψε μίαν, και τώρα προσπαθεί να κάψη μίαν άλλην! Και μετ' ολίγον ίσως μίαν άλλην και ούτω καθεξής! Σ' αρέσει αυτό; Και τι πταίει τότε η Νεάπολις αν δεν επιθυμή να πέση εις τα βρόχια του.

Κι’ ενώ μιλούσε ο Κωσταντής, τα μάτια της Χρυσάιδως Από τα δάκρυα τα πολλά, ετρέχανε σα βρύσες, Γιατί την έκαψε βαθυά ο πόνος της Πατρίδας, Που βρίσκεται αλυσόδετη στ’ Αγαρηνού τα χέρια, Κι’ ο πόνος του Μοναστηριού, του κοσμοξακουσμένου, Που το πατούν οι άπιστοι και τώχουνε τζαμί τους, Κι’ όταν απόειπε ο Κωσταντής τες ώμορφες ωρμήνιες, Γυρίζει με πολλή χαρά και λέγει του η Χρυσάιδω : —Μετά χαράς σου, Κωνσταντή, καμάρι της ψυχής μου, Κι’ αν δεν σου τάχω έτοιμα σε τρεις βδομάδες μέσα, Όπως μου τα είπες ταχτικά με την αράδαν όλα, Να μη με πούνε ταίρι σου, να μη με πουν Χρυσάιδω!—