United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον φλύαρον, τον οποίον η θ ά λ α σ σ α δ ε ν π ι ά ν ε ι, ενόσω το πλοίον αγκυροβολεί, ο οποίος όμως μετά τινων ωρών διάπλουν γίνεται ιχθύων αφωνότερος, αρνίου μετριοφρονέστερος, αλλ’ είναι ακόμη αρκετά προφυλακτικός, ώστε να μη καταβή εις το δωμάτιόν του, όπου αι συνεχείς παρακελεύσεις των γειτόνων θα τον ηνάγκαζον αμέσως να χοροστατήση και αυτός εις την κωμικοτραγικήν συναυλίαν των, εκθυμότερον μάλιστα ή ό τι θα επερίμενον εκείνοι.

Εισέρχεται εις τας αισθήσεις μου η οσμή της σκληροδέρμου χελώνης ήτις βράζει εις χάλκινον αγγείον με κρέατα αρνίου. Κάτωθεν αυτής είναι εστρωμένος χαλκός, άνωθεν δε την καλύπτει χαλκόςΓράψαντες οι Λυδοί την απόκρισιν ταύτην της χρησμοδοτούσης Πυθίας, ανεχώρησαν και επανήλθον εις τας Σάρδεις.

Ο ήμερος Άνθιμος, οπού μπορούσε να συγκινηθή και να κλάψη και εις το πλιο μικρό δυστύχημα, εις το θάνατο πουλιού, ή εις την αρρώστεια κανενός αρνιού, δεν εσυγχωρούσε το παραμικρό παράπτωμα, όταν εγινότανε για να βλάψη, και ας ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο επίσημος, ο πιο μεγάλος εκείνος που το έκανε· ημπορούσε να του ειπή, να του το ρίξη κατά πρόσωπον, χωρίς να φοβηθή καθόλου.

Εις τοιαύτην περίπου κατάστασιν ευρίσκετο και η ημετέρα ηρωίς, ότε εσπέραν τινά, ενώ εκάθητο παρά το χείλος του ιχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικώς το δείπνον της εις τους κυπρίνους, επλησίασεν αυτήν μυστηριωδώς ο κηπουρός της Μονής, και στρέψας κύκλω ανήσυχα βλέμματα, ενεχείρισεν αυτή μυστηριωδώς επιστολήν γεγραμμένην διά πορφυράς μελάνης επί λεπτού δερματος Θνησιγενούς αρνίου.

Η Αλκμήνη ευθύς τον Ιφικλή στον κόρφο της επήρε ξερόν από το φόβο του· σκέπασ' ο Αμφιτρύων με μια προβειάν, αρνιού προβειά, τον Ηρακλή το βρέφος κ' έπεσε στο κρεββάτι του και πάλι αποκοιμήθη. Τρίτη φορά τη χαραυγή τα ορνίθια ετραγουδούσαν· η Αλκμήνη στέλνει και καλεί το μάντι Τειρεσία που αλάθευτα επροφήτευε και έλεγε την αλήθεια.

Η πυρά κατέφαγεν ευθύς τον κλάδον της κουμαριάς· τα ξηρά φύλλα έτριζον απαισίως, ως κόκκαλα αρνίου εις το στόμα λύκου· αι φλόγες ανεπήδησαν συ ρίζουσαι εις τα ύψη, ωσεί θέλουσαι να καταφάγουν την οροφήν Η Κυρά Ρήνη παρετήρησε μετά χαράς ότι η εντολή της εισηκούσθη.

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. 205 Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. 210 Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.