United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω• και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω• να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας• ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα 100 άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων, 'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις. αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία. λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, 105 απ' όσους γύρω εμάχονταντα τείχη του Πριάμου χρόνους εννηά, κ' επόρθησαντον δέκατο την πόλι• καιτην πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης, οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα. και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, 110 κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης• ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του, αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάσητο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». 115

«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• μην ίσως καιτην Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330

Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι· Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι. Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη, Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480 Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι, Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι, Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια, Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.

Η πόρτα άρχισε να τρίζη κι ο μύλος να χορεύη. Άξαφνα το καρυοφύλλι του γέροντα από πάνω άρχισε ν' αστράφτη και να σκούζη σαν πεινασμένο θεριό. Τα βόλια του μυλωνά αλάθευτα ξάπλοναν κι απόνα Τουρκαλά στο κατώφλι του. Μα οι Τούρκοι, ένας έπεφτε, δυο χύνουνταν στην πόρτα, όσο που απόδωσαν και κρύφτηκαν στα πλατάνια δαιμονισμένοι.

Η γλώσσα είταν ακόμα η παλιά η ελληνική στη μορφολογία της· είταν η λεγάμενη κοινή, και κατά την Ιστορική Γραμματική του αθάνατου μας Ψυχάρη έτσι απάνω κάτω πήγε ως τον εντέκατο αιώνα, τότες που πρωτοφαίνουνται με κάποια σειρά και συνέχεια σημάδια αλάθευτα της σημερνής της ρωμαίικης στο ποίημα του πρώτου Σπανέα.