United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πολύ καλά• και ύστερα μ' αυτό τι θα κερδίσουμε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μύλος, ροκάνα, σκόνη, στα λόγια μου θα γίνης, και ήσυχος να μείνης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ό,τ' είπες, μα τον Δία, είνε πολύ σωστό• θα γίνω σκόνη όλος, εάν πασπαλιστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τώρα πρέπει, γέροντά μου, απ' τους λόγους αποχή, και ν' ακούσης την ευχή.

Ο γέρο-Σταμάτης ήτο καλά εκεί, διά να είνε πλησιέστερα εις την έξω θύραν, και ν' ακούση πάντα τυχόν κρότον μέλλοντα ν' ακουσθή έξω. Επειδή εκαυχάτο ότι ήτο άγρυπνος πάντοτε και τον είχον επονομάσει τινές «φύλακα των κοριτσιών». Δίπλα εις το μικρό πάτωμα ήτο η καθαυτό μηχανή, ο κύριος μύλος. Υποκάτω του πατώματος ήτο η διέξοδος του νερομύλου προς τον κατήφορον, δυτικά, εις το ρεύμα.

Ο Μύλος έκειτο εκεί, όπου η του Βεξ λεωφόρος πηγαίνει υπό τας χιονοσκεπείς βραχώδεις κορυφάς, οι οποίαι εις την εκεί τοπικήν γλώσσαν λέγονται Ντιαμπλερέτ, όχι μακράν από ορμητικόν χείμαρρον του βουνού, ο οποίος ήτο λευκόφαιος σαν κτυπημένη σαπουνάδα.

Ο Μύλος ήτο κομψός και εδείκνυεν ευπορίαν, μάλιστα και τον εζωγράφιζον και τον περιέγραφον· αλλά την κόρην του μυλωθρού, δεν ήτο δυνατόν κανείς ούτε να την ζωγραφίση ούτε να την περιγράψηέτσι τουλάχιστον είχαν ειπή εις τον Ρούντυκαι όμως ήτο ζωγραφισμένη μέσα 'στην καρδιά του· τα μάτια της ακτινοβολούσαν εκεί τόσον 'σάν να ήτο αληθινή φωτιά εκεί μέσα· έξαφνα είχεν εισβάλη εκεί μέσα, όπως εισβάλλει κάθε φωτιά και το παραδοξότερον μάλιστα ήτο, ότι η κόρη του μυλωθρού, η ωραία Μπαμπέττα, δεν είχε καμμίαν ιδέαν δι' αυτό το πράγμα· αυτή και ο Ρούντυ δεν είχαν ακόμη ούτε λέξιν ανταλλάξει μεταξύ των.

Ο μύλος ο πατρικός του Αγάλλου είχε χαλάσει προ πολλού και ήτον έρημος τώρα. Αλλ' ο μύλος της Συνοδιάς χηρευσάσης τελευταίον από του ανδρός της ήτο εν ακμή εισέτι. Ο Αγάλλος, επειδή ήτο συνειθισμένος να έχη μύλον, απήτησε τον μύλον ως προίκα, και η θεια-Συνοδιά ηναγκάσθη να τον δώση.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Ο Στάθης είχε φορτώσει το κάρρον του διά σάκκων σίτου της νέας εσοδείας και ητοιμάζετο ν αναχωρήση εις τον μύλον προς άλεσιν. Και ήτο μεν μύλος εις το χωρίδιον έξω επί υψώματος και ειργάζετο αδιακόπως ημέραν και νύκτα, αναπεπταμένας έχων, εις τον άνεμον τας φαιάς πτέρυγάς του, αλλ' εις τον Στάθην ήρεσκε πάντοτε ό,τι ηδύνατο να συντέμνη τας αποστάσεις και να προφθάνη τον χρόνον.

Εκεί έμειναν επί εβδομάδας, το φθινόπωρον εκείνο, αι δύο αδελφαί. Εις την αρχήν είχον συντροφιάν, διότι υπήρχον και άλλοι νερόμυλοι εις το ρέμμα της Κεχριάς. Εκεί τον κατήφορον ήτον ο μύλος της Μοσχαδώς της χήρας, ο μύλος του Δήμου του Μανιάτη. Αλλ' αι εργασίαι ωλιγόστευσαν, κ' οι γείτονες έφυγαν.

Συ δεν της μοιάζεις, είσαι καλό κορίτσι, Αϊμά. — Ο Μάχτος, εψιθύρισεν η νέα. Αλήθεια πως δεν ήτον ο Μάχτος αυτός; — Ποίος; — Εκείνος. Και η Αϊμά εδείκνυε μόνον διά της χειρός την διεύθυνσιν προς ην έκειτο ο μύλος, όθεν είχον αναχωρήσει. Εφαίνετο δε μη έχουσα την δύναμιν να εξηγηθή διά λέξεων. Ο Πρωτόγυφτος απήντησε·Λέγεις εκείνους τους δύο που μάλωναν; — Ναι. — Δεν ήτον ο Μάχτος.

Όσο ανέβαινε προς το Νούορο άκουγε κάποιους χτύπους, λες και μια μεγάλη καρδιά, κρεμασμένη πάνω από την κοιλάδα, να χτυπούσε δυνατά, όλο και πιο δυνατά. «Είναι ο Μύλος και ο Τζατσίντο βρίσκεται εκεί», σκέφτηκε με χαρά.