United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λοιπόν οι θεοί τα παλαιά χρόνια έβαλαν εις κλήρον τους διαφόρους τόπους και εμοιράσθησαν μεταξύ των όλην την γην, χωρίς να φιλονεικήσουν· διότι δεν θα ήτο σωστόν πράγμα οι θεοί να μην ηξεύρουν τι αρμόζει εις τον καθένα τους, ούτε ενώ ηξεύρουν ότι έν πράγμα αρμόζει καλύτερα εις άλλους, άλλοι από αυτούς με καυγάδες να προσπαθούν να το κάμουν ιδικόν των· αφ' ού λοιπόν έρριψαν δικαίως κλήρους και έλαβε καθείς ό,τι του ήρεσκε, εκατοίκησαν τους τόπους, και αφ' ού εκατοίκησαν, όπως οι ποιμένες κάμνουν διά τα ποίμνια, έτσι μας έτρεφαν ωσάν ιδικά των κτήματα και θρέμματα, όχι όμως μεταχειριζόμενοι σωματικήν βίαν, καθώς κάμνουν οι ποιμένες εις τα κτήνη, τα οποία βόσκουν με το ξύλον, αλλ' επειδή είναι παρά πολύ ευκολοκυβέρνητον ζώον ο άνθρωπος, διευθύνοντες ωσάν πλοίον από την πρύμνην με το τιμόνι, διά της πειθούς επιδρώντες εις την ψυχήν του σύμφωνα με τον σκοπόν των, με αυτόν τον τρόπον διευθύνοντες εκυβερνούσαν όλους τους θνητούς.

Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριότερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω.

Εσήμαινεν εν γένει σπίλον ή άγος, ο δε Ιλλήλ μετά της σχολής του εξήγει το χωρίον με την έννοιαν ότι πας ανήρ δύναται να διαζευχθή την γυναίκα του διά πάσαν αηδίαν την οποίαν θα ησθάνετο προς αυτήν· καθώς, και αν έβλεπεν, ως είπεν ο ραββίνος Ακίβας, άλλην γυναίκα ήτις να του ήρεσκε περισσότερον· ενώ η σχολή του Σαμμαΐ ηρμήνευε τούτο ως σημαίνον ότι διαζύγιον ηδύνατο μόνον να δοθή εν περιπτώσει σκανδαλώδους ακολασίας.

Ευτυχώς, την τελευταίαν στιγμήν εννοήσας, από ύποπτά τινα σημεία, πού ευρίσκετο, ετράπη εις φυγήν εκ της οπισθίας θύρας, αφήσας, εν τη σπουδή του, και αυτόν του τον επενδύτην, ακουσίως και εξ ανάγκης υποδυθείς και παίξας το μέρος του σεμνού Ιωσήφ, μέρος διά το οποίον δεν ήτο πλασμένος και το οποίον διόλου δεν του ήρεσκε, ως τούτο συμβαίνει παρ' ημίν εις μερικούς ηθοποιούς, πιεζομένους από απειρόκαλον θιασάρχην προς κοινήν αγανάκτησιν.

Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγός του είχε λάβει τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ.

Ο Στάθης είχε φορτώσει το κάρρον του διά σάκκων σίτου της νέας εσοδείας και ητοιμάζετο ν αναχωρήση εις τον μύλον προς άλεσιν. Και ήτο μεν μύλος εις το χωρίδιον έξω επί υψώματος και ειργάζετο αδιακόπως ημέραν και νύκτα, αναπεπταμένας έχων, εις τον άνεμον τας φαιάς πτέρυγάς του, αλλ' εις τον Στάθην ήρεσκε πάντοτε ό,τι ηδύνατο να συντέμνη τας αποστάσεις και να προφθάνη τον χρόνον.

Ο κουρήτος έτριξε πάλι· και θαρρώ πώς θα μας εχάλασε το σαλάδο . Αλλά το σαλάδο τη επαύριον, κατεβροχθίζετο υπό τας επευφημίας όλου του τσούρμου, και αυτού του γέρω-Μπούμπα, ενός ιδιότρόπου ναύτου, εις τον οποίον τίποτε δεν ήρεσκε, και όλο και εμάλωνε, πότε με την βελόναν του και πότε με τη νιτσεράδα του, όταν δεν εύρισκεν εμπρός του τον μικρόν καμαρώτον, να πιασθή μαζί του.

Αφού δε ετελείωσε τας εργασίας ταύτας, συνήθροισεν εκκλησίαν όλων των πολιτών και είπε τα εξής· «Ως γνωρίζετε, το σκήπτρον και πάσα η δύναμις του Πολυκράτους περιήλθον εις εμέ, και δύναμαι τώρα, εάν θέλω να άρχω υμών· εγώ όμως δεν θα πράξω, εφ' όσον το δυνατόν, ό,τι μέμφομαι εις τους άλλους, διότι ούτε ο Πολυκράτης δεν με ήρεσκε δεσπόζων ανδρών ομοίων του, ούτε άλλος όστις πράττει τα αυτά.

Εφώναζαν, εγρίνιαζαν κ' εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον κλαυθμηρίζον εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον. Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντισι». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή.

Μη έχων διάθεσιν να χορέψω και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην εις τον τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, της οποίας με ήρεσκε πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον κάλλος, αλλ' η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής αξιώσεως και φιλαρεσκείας.