United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.

Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.

Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα. — Έχει τους πόνους! . . . ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου; — Έχει κι' άλλο παιδί στην κοιλιά της! εσχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού. — Άλλο παιδί στην κοιλιά της! — Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό, να φωνάξης τη μαμμή! . . . να πης και του γιατρού ναρθή! Ο Λυρίγκος εστάθη.

Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρηνμετά τρία ακόμη έτη ένα υιόνμετά δύο έτη πάλιν κόρηναυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη. Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσακι' άλλα τόσακι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν. Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα.

Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία, και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων.

Αφότου είχε γεννηθή, έβλεπεαυτόν καθισμένην την μάμμην της και τώρα τα 'ματάκια της εγέμισαν δάκρυα. Έβγαλε το μανδήλι της, πριν αρχίση, και τα εσπόγγισεν· έπειτα επροσπάθησε να ενθυμηθή ένα ένα όλα όσα της είχε παραγγείλει η μάμμη της, όταν για μια φορά, για πρώτη φορά την είχε βάλει να υφάνη και ήρχισε δειλά, δειλά να κινή την σαΐταν. . .

Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήση το έν ή το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κ' εκύτταζεν. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή η Μπαλαλού. Επλησίαζεν ήδη μεσημβρία, και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχη ελπίς.

Σε λίγη ώρα ήρθε η μαμμή, κοντόχοντρη σα πάπια, με κόκκινα μάτια, με ζαρωμένο πλακωτό πρόσωπο, σκεπασμένη μ' ένα κιτρινισμένο μαύρο σάλι, με το νιογέννητο τυλιγμένο στις φασκιές του, ένα μικρό εκεί πανένιο δεματάκι, π' ανάμεσά του μόλις χώριζε ένα κομματάκι άσπρης σάρκας, ένα κεφαλάκι σχεδόν άμορφο, απαλό, τρυφερό.

Το νεκρώσιμον άσμα ανέβλυζεν από το πικραμμένον χλωμόν στόμα της, και διεδονείτο και εστροβιλίζετο, κατερχόμενον ως χείμαρρος από το ύψος των βράχων, κατακυριεύον όλας τας ακοάς και τας ψυχάς των θεατών, και τήκον καρδίας και όμματα, καθώς ο ήλιος, όστις εψήλωνε τότε, έτηκε τας χιόνας. Το νεκρόν βρέφος εξέφερεν εντός φερέτρου ομοίου με λίκνον αυτή η γρηά Σουλτάνα, η μάμμη του.

Τα επέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης. Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίη, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζε. Καλύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα, και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν.