Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, όσο να φθάσωτους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270 ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, να γύρωτην πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».

Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε, ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε, ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένοεκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της, και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα. ΛΑΕΡΤΗΣ Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;

Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη καιτην χάρι, 395το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405

Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΟΡΑΤΙΟΣ Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη! Τα δώρο αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον, ομίλησέ μου! Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη ανάσασινεσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν, ομίλησέ μου! Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη, ομίλησε!

Είδαν πως απότομα δεν μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση, αφότου πέθανε μάλιστα κι ο Οβίδιος, και στοχάστηκαν να την καταφέρουν σιγά κι αγάλι αγάλι, με τέχνη και διπλωματία δασκαλοπαπαδίστικη. Ανάμεσα στη ζωντανή και στην πεθαμένη έβαλαν μιαν άλλη γλώσσα, ένα ανακάτωμα από ζωντανά και πεθαμένα κομματάκια.

Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Από κει ως της Κεχρεαίς κι' ως την Αγίαν Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι- αγάλια με το πανάκι. Κι' απ' την Αγία Ελένη κι' εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ'ντάρουμε... — Ε, ύστερα; — Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άι-Σώστη.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑένα ρυάκι επάνω ιτιά γυρμένη τα χλωμά της φύλλα δείχνει μες τον καθρέφτην του νερού 'πού αγάλι ρέει· έφερε η κόρη αυτού φανταστικά στεφάνια από τσουκνίδαις, χρυσολούλουδα και κρίνα, και από τα κόκκιν' άνθη, 'πού οι βοσκοί διακρίνουν μ' επίθετο χοντρό, και 'πού η ψυχραίς παρθέναις τα λέγουν δάκτυλα νεκρών· και ως προσπαθούσε αυτού σκαρφαλωμένη τα πλεκτά της άνθητα κλωνάρια, 'πού έκλιναν, να κρεμάση, εκόπη έν' άσπλαχνο κλαδί, και αυτή με τα χλωρά της τρόπαια πέφτειτο ποτάμι οπού την κλαίει.

Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ' αυτά που σας είπα.. Μου τάλεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε μεγάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ' έπνιγε. Ως τόσο σκοτείνιασε, κ' είταν ώρα να τηνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι' αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ.

Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδαριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυριστή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας από τη γιαγιά τους, παραμύθια: — Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία... Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν