Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Και του χαμογελούσε όπως του χαμογελούσαν οι γυναίκες. Να, η φιγούρα του «παλικαριού» είχε ήδη πάρει μέσα στη ζωή του την καλύτερη θέση, όπως στον κύκλο του χορού. Και με τη σκέψη ξαναγύριζε στη στιγμή που έτρεξε στο σπίτι των αφεντικών του για να δει το γιο της Λία: τι στιγμή! Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που δεν θυμόταν τι είχε πει, τι είχε κάνει.
Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.
Σ' όλο το διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,
Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό. 3 Σεπτεμβρίου.
Όταν τότε ευρίσκω τον περιπλανώμενον πολιόν ραψωδόν, ο οποίος επάνω στην εκτεταμένην έρημο ζητεί τα ίχνη των πατέρων του, και αλλοίμονο! βρίσκει τα μνήματά των, και τότε θρηνώντας προσβλέπει το αγαπητό αστέρι της εσπέρας, που κρύπτεται εις την κυμαινομένη θάλασσα, και οι χρόνοι του παρελθόντος επανέρχονται ζωηροί εις την ψυχήν του ήρωος, εκείνοι όταν η καλόβολη ακτίνα εφώτιζε τους κινδύνους των ανδρείων, και η σελήνη το καράβι που ξαναγύριζε στεφανομένο, νικηφόρο.
Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο. Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους.
— Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.
Το είπε αυτό όχι νοσηρά όπως πρωτήτερα, όχι με κείνον το σχεδόν εχτρικόν τόνο, που μεταχειριζότανε όταν πίστευε πως εμείς που ζούσαμε την εμποδίζαμε νανήκη σε κείνον που είτανε νεκρός. Το είπε απαλά κ' ήρεμα και σχεδόν ευτυχισμένα, με μιαν έκφραση σα ναποχαιρετούσε κάτι περασμένο, που δε θα ξαναγύριζε ποτέ.
Το Βαγγελιό ξαναγύριζε στην καρδιά μου κιόπως ήτο, άρρωστη κι' ασχημισμένη, φρικτή μάλιστα, κατά την εικόνα που μούδωκαν κείδα, την αγαπούσα πάλιν. Αλλά και πάλιν ήτο διαφορετική η αγάπη μου. Αγάπη από πόνο. Την αγαπούσα τώρα διότι έπασχε, διότι είχαν μαραθή η νιότη κη ωμορφιά της και σε λίγον καιρό θα πέθαινε. Κι' αυτά εξ αιτίας της μάνας μου, εξ αιτίας εμένα του ίδιου.
Για την Έλσα όλα αυτά είταν ένας αποχαιρετισμός, καθώς πλησίαζε πάντα περσότερο να περάση εκείνα τα σύνορα, οπόθε δεν ξαναγυρνά κανένας. Εμένα μου φαινότανε σα μάταια ελπίδα πως θα ξανάρχιζε πάλι η ζωή μας και πως η γυναίκα μου θα ξαναγύριζε σε με, σε όλους μας, στη ζωή την ίδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν