United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν τ' αστέρι σκάει ψηλά που φως μηνάει του κόσμου, 226 τότε η φωτιά μαράθηκε, ξεθύμαναν οι φλόγες, 228 και φέβγουν πάλι σπίτι οι διο ανέμοι να γυρίσουν κατά της Θράκης το γιαλό π' αχούσε πυργωμένος. 230 Κι' ο Αχιλέας το λαό βαστάει αφτού και στήνει 257 μεγάλο αγώνα, κι' έβγαζε βραβεία οχ τα καράβια.

Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει, 75 κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες, λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε· σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο, κι' έπεσε ανάμεσα στους διό.

Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίσητο Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη. Με μιας πετιέταιτην κορφή και το τηράει και κλαίει Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει: — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι 'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

Και μες από τα μάβρα σύγνεφα της σκοτεινής της βαρυχειμωνιάς, που άπονα την πλακώνει, δεν ξανοίγει πια να αργολάμπη, σαν ασπερίτης ξάστερο το φέγγος του, πάνω στον καπνισμένον ουρανό της φτωχικής της στεγωσιάς, σα δάκριο υγρό και σα μαργαριτάρι αναλυτό της πολυχαδεμένης της το αστέρι! Την πνίγουν μέσα μάβροι λογισμοί.

Ακόμη επερίμενα, μα θόρυβος κανείς, και έσβυνε 'στον ουρανό το ύστερο αστέρι, και γύρω γύρω έβλεπα ωσάν μονομανής . . . τι αναμνήσεις αλγεινάς αυτή η νυξ με φέρει! Το άρμα ακτινοβολεί του Φοίβου 'στον αιθέρα, κι' ακόμη το παράθυρο εκείνο δεν ανοίγει . . . ω συμφορά ανέλπιστος! . . . η λατρευτή μου Βέρα είχε προ δύο ημερών εις την Ροστόβην φύγει!

Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα. &Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι.

Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του. Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι, 5 π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα· τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα!

Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι, Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.

Έσκυβε, έσκυβε κι επάνω στο μαύρο της προφίλ, όπως σ΄ εκείνο ενός βουνού, ο Έφις έβλεπε να λάμπει ένα αστέρι. «Τι μπορώ να σου πω, ψυχούλα μου;» «Τίποτε, γριάτης είπε φωναχτά. «Σας ορκίζομαι ότι δεν ξέρω! Όταν όμως έρθει, θα σας ειδοποιήσω…..» «Εσύ είσαι καλός, Έφις! Ο Θεός θα σε ανταμείψει. Έλα εδώ, έξω…. Παρηγόρησέ την…» Του άρπαξε τα χέρια και τον τράβηξε έξω.