United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να ιδής τότες.

Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών, «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Λοιπόν, αδελφέ μου, μια φορά που τα χάλασες με τον Πυργγόν σου, δε θέλεις να μιλήσωμε για κείνο το γάμο, που παρουσιάζεται για την ανηψιά μου; ΑΡΓΓΑΝ Όχι, αδελφέ μου, θέλω να την κλείσω σε μοναστήρι, αφού αντιτείνει στη θέλησί μου. Βλέπω πως είνε κάποιος έρωτας στη μέση κι' ανεκάλυψα μάλιστα κ' ένα κρυφό ραντεβού. Κανείς, εννοείς, δεν τώμαθε ακόμη πως τ' ανεκάλυψα.

Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ' ασκέριτους τοίχους του Μεσολογγιού ο 'Μέρης λυσσασμένος Και πέντε γύρισε φοραίς 'μισός και 'ντροπιασμένος. Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τ'ς αυγής τ' αστέρι. Τώμαθε η άλλη Ελλάδα, Κ' εσήκωσε 'περήφανο-'περήφανο το φρύδι.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να, ένας ωραίος επικήδειος. ΜΠΕΛΙΝΑ Πρέπει, Τουανέττα, να με βοηθήσης στα σχέδια μου· θα σ' ανταμείψω· αυτό να το ξαίρης. Αφού, για την καλή μας τύχη, κανείς ακόμα δεν τώμαθε, ας τον πάμε στο κρεββάτι του κι' ας κρατήσωμε μυστικό το θάνατό του ως που να τελειώσω εγώ τη δουλειά μου. Υπάρχουν χαρτιά, υπάρχουν χρήματα, που θα τα σηκώσω, εννοείς, όλα.

Γιατί πιστεύει ο 'Μέρ-πασάς, τώμαθε από προδόταις, Πως θάνε οι φυλαχτάδες σαςταις εκκλησιαίς μας τότες. Σύρτε και πέτε τους εσείςτην εκκλησιά μην 'πάγουν, 'Σ τα τείχηα να φυλάγουν. Σύρτε και πέτε τους, παιδιά· γιατ' ο Θεός με στέλλει. Το Μεσολόγγι να χαθή δεν θέλει Αυτός, δεν θέλει! — Είπε και το μαντύλι του κουνώνταςτον αέρα Εχάθηκε μέσ' 'ςταίς λακαίς και μέσ' 'ςτά σχίνα πέρα.

Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μαςΝα τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να εδής τότες.