United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, 'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι• όμοιατον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία• αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75

Έλα να σου δείξω το μαγερειό, να το καμαρώσης. Αρχίσανε ν' ανάβουν τα φώτα. Αστράφτει το μαγερειό με τα καθάρια τα πιατικά, με τα γανωμένα χαλκώματα. Οι κάτασπρες οι φουβούδες μήτε κουκκί στάχτη ή κάρβουνο δεν έχουνε γύρω τους. Εδώ είναι τ' αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαεί, μην τύχη και πεθάνη ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάση τ' αντιστύλι του, ο Τόπος.

τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναιόνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.

Θα ν' αντιστηλωθούνε Θα να τινάξουν το ζυγό, θα φύγουν με τ' αλέτρι Και θάρθουνε μουγκρίζονταςτο πρώτο βουκολειό τους. Σαλάγα τους!... Σαλάγα τους!... Τάλογο πάντ' αστράφτει. Μέσατη μαύρη συγνεφιά... Εμπρός τα δυο κεφάλια.

να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή. «Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει; Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοίβογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει, άλλος πέφτει στη γη γονατιστός· μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.

Τέτοια φωνάζοντας κουνεί τρεις δασιούς λόφους χήτες του κράνους του, και κάτω απ’ την ασπίδα κουδούνια χάλκινα τρομάρα ηχολογούνε, κ’ έχει περήφανο σημάδι επάνω, τέτοιο: τον ουρανό που αστράφτει απ’ άστρα δουλεμένο, και μες στη μέση σ’ όλη του τη λάμψη πρέπει τ’ ολόγιομο φεγγάρι της νυχτός το μάτι.

Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του. Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι, 5 π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα· τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα!

Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει, Που ο Ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει· Μες τα στρατέματα η φωτιά οχ τα Ουράνια πέφτει, Αλλ' η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει. 590 Κυττάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους, Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους.

Πότε γλυκοκυττάζει Ψηλά τ' αστέρια τ' ουρανού, πότε κατά το ρέμμα, Που μέσ' 'ς το φως του φεγγαριού σαν νάν' ασήμι αστράφτει, Κ' εις κάθε φύλλο από δεντρί και χόρτο που κουνιέται Γυρίζει το τουφέκι του, στηλώνη τη ματιά του ..... Κι' ουδ' ένα 'λάφι εφάνηκε, ουδέ κάν' άλλο αγρίμι, Απ' τη σπηληά π' ανοίγεται παρέκει από το ρέμμα, Ξανθαίς Νεράιδες και Ξωθιαίς αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού∙ και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης.