United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ανατολής ξυπνούσαν σιγά σιγά και δυνάμονε μέσα τους, σύμφωνα με το πνεύμα του 19ου αιώνα, η εθνική συνείδηση. Άμα είδαν τους Έλληνες σηκώθηκαν και αυτοί έπειτα και χτύπησαν τον Τούρκο. Τον χτύπησαν κι αυτοί και σαν Χριστιανοί, και σαν έθνη που θέλουν την πολιτική τους αυθυπαρξία.

Τη φαρμάκωναν την Ελλάδα χωρίς οι πιώτεροι να το θέλουν, φαρμακώνουνταν κ' η Ελλάδα χωρίς να το νοιώθη. Αν, αντίς τη χαδευτική αυτή την πολιτική έφερναν οι Ρωμαίοι την πολιτική του σπαθιού και της ρήμαξης, ίσως ξυπνούσαν οι Έλληνες, ίσως άρπαζαν τάρματα, κ' έδειχναν κάποιον ηρωισμό. Μα τα χάδια τω Ρωμαίων τους μαλάκωναν την καρδιά.

Απ’ την κουζίνα έβγαινε λίγο αμυδρό φως που φώτιζε ένα μέρος της αυλής. Μέσα ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος: η Νοέμι και η ντόνα Έστερ μετακινιόντουσαν , αλλά φαινόταν να φοβούνται κι εκείνες, να φοβούνται μην γίνουν αντιληπτές ότι ζούσαν. Κάποιος όμως έσπρωξε την πόρτα, και οι τρεις, οι γυναίκες και ο υπηρέτης, πετάχτηκαν σαν να ξυπνούσαν από έναν ύπνο του θανάτου.

Όσο για μένα, αιστάνθηκα βέβαια και γω συγκίνηση, τόσο από τις ενθύμησες που μου ξυπνούσαν αυτά τα μέρη, όσο κι από την καταστροφή που έγινε κει. Μα ούτε σκέφτηκα διόλου να συνδέσω την ερήμωση αυτή με ό,τι μου είταν αγαπημένο και σημαντικό. Κ' έμεινα σαστισμένος εμπρός σ' αυτό το ξέσπασμα του πόνου. Δοκίμασα να το ησυχάσω με τα συνηθισμένα μέσα, που ησυχάζει ο άντρας το γυναίκιον πόνο. Με χάδια.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαεί. Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα. Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κ' ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα.

Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι, Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.

Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι. Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.