United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χίλια ν' αν' τα χρόνια του, ας τρώη και ας πίνη ας κάνη όσας αφαιμάξεις θέλει και τους αρρώστους ας σκοτώνη. ΙΑΤΡΟΣ Είθε ο Θεός να δώση σοφάς να θεωρή τας συνταγάς του και με άπειρες ρετσέτες να γεμίζη φαρμακεία και του κόσμου τα ιατρεία.

Την δ' ερχομένην ημέραν ο βασιλιάς της Κίνας επρόσταξε διά να γενούν ετοιμασίες διά τους γάμους του Καλάφ με την βασιλοπούλαν, και όντας όλα έτοιμα έκαμε τους γάμους με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν, και με άπειρες χαρές, και παιγνίδια διά ένα μήνα ολόκληρον.

Κι' όταν συντύχουν όλοι εκεί, ακούς αφτόν που γνώμη προβάλει πιο καλύτερη, και χρειαζόμαστε όλοι 75 μια άξια πολύ και φρόνιμη, τι καιν κοντά στα πλοία άπειρες οι οχτροί φωτιές... που πιον δε σφάζει η πίκρα; Ναι, το στρατό ή θα φάει αφτή η νύχτα ή θαν τον σώσειΕίπε, κι' εκείνοι πείστηκαν κι' όχι κανείς δεν είπε.

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί.

Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους άπειρες φοβερές φλόγες πυρός.

Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει, 75 κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες, λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε· σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο, κι' έπεσε ανάμεσα στους διό.

Αυτός είνε περιτριγυρισμένος από βαθύτατον χαντάκι γεμάτον νερόν το οποίον βράζει χωρίς φωτιά· και εκείθεν από το χαντάκι φαίνεται ένα έδαφος από πλάκες τζελικένιες φλογερές, που ακαταπαύστως βγάζουν άπειρες φωτιές, εις τρόπον που ο ναός φαίνεται να είναι όλος πύρινος.

Στο ίδιο κεφάλαιο μπορούμε να βάλουμε και κάτι λέξες που είναι αρχαίες αν κοιτάξουμε τον τύπο, μα που πήραν ξένη σημασία. Τέτοιες έχουμε άπειρες. Δεν είπαμε τίποτις ακόμη για την επιστημονική ουσία της ετυμολογίας. Η ετυμολογία δεν είναι ξεχωριστός κλάδος της επιστήμης· δε θέλει μελέτη ιδιαίτερη.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.