United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτός μες στο σωρό να πέσει και ναν τον σπάσει βιάζουνταν, και ταραχή μεγάλη έρηξε σ' όλους, κι' άρχισε πελέκι χέρι χέρι. 539 Φόβο του Αία τούβαλε τότε ο μεγάλος Δίας. 544 Και στέκει ολόξαφνος, πετάει στη ράχη την ασπίδα, 545 κι' αφού 'δε γύρω, σα θεριό κατά το πλήθος κάνει τηρώντας πίσω, μια σταλιά γόνα περνώντας γόνα.

Ο Joachim της Flora στέκεται στον ήλιο και στον ήλιο ο Aquinas ξαναδηγιέται την ιστορία του Αγίου Φραγκίσκου και ο Bonaventure την ιστορία του Αγίου Δομινίκου. Μέσ' από τα φλογισμένα ρουμπίνια του Άρη σιμώνει ο Cacciaguida. Μας λέει για τη σαΐτα που πετάει το τόξο της εξορίας και πόσο πικρό είναι το ξένο ψωμί και πόσο ανηφορική η σκάλα του ξένου σπιτιού.

Μα ο παπάς την αγιαστούρα Πέρνει ευτύς και τον ξορκίζει Και με τη χοντρή μαγκούρα Στην αυλή τον προβοδίζει Και, κρατώντας το στηλιάρι, Ανεβαίνει στο πατάρι: — Κόρη μου να σε χαρώ Δυο λογάκια να σου πω! — Την αρπάζει απ' την κοτσίδα Την πετάει στην αντρομίδα Και της κάνει τα πλευρά της Μαλακά, σαν την .... καρδιά της.

Και του Διός η κόρη πίσω πετάει στον Έλυμπο, στου Δία τα παλάτια, εκεί να σμίξει τους θεούς και τις θεές τις άλλες.

Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρνει σε στασίδι που δεν το αξίζω. Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας.

Της χώρας μου οι κάμποι, ιδές, βροντούν απ’ τις οπλές και βουή στέλνουνε στ’ αυτιά μου, όπου πετάει με βρουχητό ωσάν τ’ ακράτηγο νερό που πέφτει απ’ το γκρεμό. Αλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές, το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ’ από με. Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά καλοέτοιμος με τα λευκά σκουτάρια του ο λαός τραβώντας κατά μας.

Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει 190 «Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός! Και τόχω εγώ μεγάλη χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω.

Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!

Μα σαν τον είδε ο ξακουστός γιος του Λυκά στον κάμπο 95 που σάρωνε έτσι ανέμποδος τα τάγματα μπροστά του, τεντώνει απάνου του γοργά το γυριστό δοξάρι, κι' εκεί στον ώμο το δεξύ, στου τσαπραζού τη χούφτα, καθώς ορμούσε τον βαράει. Κι' η κοφτερή σαΐτα μέσα πετάει κι' αντίπερα προβάλλει, και το αίμας 100 πασπάλιζε του τσαπραζού τη μεταλλένια χούφτα.

Κι' ο Αγαμέμνος πρόσταξε τον κράχτη του Ταρθύβη να πάει στα πλοία τα γοργά και το σφαχτό να φέρει· κι' ο κράχτης πρόθυμα άκουσε του βασιλιά το λόγο. 120 Τότες η Ίριδα πετάει την είδηση να δώκει στην αρχοντόκορμη Λενιό, με μια της αντραδέρφη, τη Λαοδίκη, μιάζοντας, του Ελικά το τέρι, την πιο όμορφη του βασιλιά Πριάμου τις κοπέλες.