United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά καιτην απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστατα βουνά και τάρματα πετάει Καιτης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.

Αχ, αϊτός μαθές είνε, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα. Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη.

Πες μου, όμως, πες μου Έφις», συνέχισε θλιμμένη, «δεν είμαστε πολύ άτυχες εμείς; Ο Τζατσίντο που μας έχει καταστρέψει και παντρεύεται εκείνη την ξεβράκωτη και η Νοέμι, αντίθετα, που πετάει ένα τέτοιο τυχερό.

Εκεί που σήκωσαν όλοι τα ποτήρια να τσιγκρίσουνε, δίνει μια της κούπας του Μίμη τανάστροφα και του την πετάει απ’ το χέρι. . Ως που να πης «Αχ»! αρπάχτηκαν κιόλας!

Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν, ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν 5 μέσα απ' τη Θράκη, και με μιας το μελανό της κύμα θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια· να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια.

Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κ' εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φιλολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κ' ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή.

Είπε, κι' εφτύς τον άκουσε του Κρόνου η κόρη η Ήρα, και στον τρανό πήγε Έλυμπο οχ τις κορφές της Ίδας. Σαν πώς πετάει ο νους αντρός κοσμοταξιδεμένου 80 όταν στης μάβρης του καρδιάς τα βάθια λογαριάζει «εδώ 'μουνα κι' εκεί 'μουνακαι τα παλιά θυμάται· έτσι γοργά πετάχτηκε πιλάλα η σεβαστή Ήρα.

Όποιος υποχωρεί και στον εχθρό μπροστά πετάει την ασπίδα, αυτός μου φαίνεται, Ορμίσδα, παλληκάρι ότι δεν μπορεί να πη πως είνε. Και η εκκλησία του Χριστού μας πολεμάει τώρα. Ο καθένας μας θυσία πρέπει να προσφέρη το κορμί του στην Ιδέα, ως που νάρθη εκείν' η ώρα, που μια νέα ζωή στο έρεβος του κόσμου τούτου θα ροδίση. Μαλακά σαν το κερί τα λόγια τότε θάνε των ανθρώπων και γλυκά καθώς το μέλι.

Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.

Τέτοιες κνήμες! ΛΟΥΠΟΣ. Κατέβηκε στο στοίβο ένας νέος, ένα παιδί ωραίος και λεπτός σαν κρινοκλάδι. Τον αρπάζει, τον πετάει χάμω. . . ΕΠΑΡΧΟΣ. Ποιόνε; ΛΟΥΠΟΣ. Τον Λυαίο! ΕΠΑΡΧΟΣ. Είν' απίστευτο! ΛΟΥΠΟΣ. Τον σκάζει σαν ρόγα σταφυλιού. Άκου με τι σου λέω. Τον τσακίζει. . . Και το χειρότερο απ' όλα, είνε Χριστιανός! Αυτή την ώρα το διαλαλούν στης ρύμες οι Ναζαρηνοί! ΕΠΑΡΧΟΣ. Σαστίζει ο νους μου. . .