United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην καλύβα με τα πράσινα κλαδιά, τη στρωμένη με δροσερά χόρτα πρώτη ξαπλώθη η Βασίλισσα, και ο Τριστάνος έπεσε δίπλα της, αποθέτοντας το σπαθί του στη μέση, γυμνό. Τυχερό τους που δεν είχανε βγάλει τα ρούχα τους. Η Βασίλισσα φορούσε στο δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι με τα ωραία σμαράγδια που της είχε δώσει ο Βασιληάς Μάρκος την ημέρα των γάμων.

Κάνω ευχή παντοτινά το Φοίβο να υπηρετώ, κι' αν παύσω και καμμιά φορά, ας μου είνε τυχερό κι αυτό. Α! τα πουλιά στον Παρνασσό αφήσαν της φωλιές τους• στα κάγκελλα θα τους ειπώ να μη κοντοζυγώσουν μήτε και στους χρυσούς ναούς με τόξα θα χτυπήσης, κήρυκα του Διός εσύ, αϊτέ, που με του ράμφους τη δύναμι, κάθε πουλί νικάς.

Θεμέλιο δεν έχει και θεμελιωμένο είνε· κλειδωνιές δεν έχει και κλειδωμένο είνε. Ούτε Χαγάνος έρχεται να σε νοχλήση, ούτε Μορφόπουλος, ούτ' Ελπίδα. Αν και να σου ειπώ την αλήθεια, για την Ελπίδα πρόθυμα θα βασανιζόμουνα και στον τάφο... Μα σου δίνω το λόγο μου, μωρή γριά· αν είνε τυχερό σου και πας πρώτη, θα σου χτίσω ένα σπίτι όχι και καλήτερο...

Παίζανε τον «Τυχερό Πέτρο» του Στρίντμπεργ και βέβαια ο Σβεν δεν ένοιωθε πολλά πράματα από το έργο, ωστόσο διασκέδαζε με το δικό του τρόπο. Διασκέδαζε τόσο καλά, ώστε η ευθυμία του μεταδόθηκε και στους καθισμένους τριγύρω του ... Έπειτα όμως ήρθε η σκηνή, που παρουσιάζεται ο θάνατος στον ήρωα του έργου, κι ο Σβεν σώπασε.

Μία σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε σαν να την επάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια επήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ερρίχθηκαν στραβά επάνω στα πλεούμενα σαν πληγωμένο λεοντάρι, που με βρυχισμούς ρίχνεται να σπάση τη γραμμή των κυνηγών του και κατασυντρίβει ό,τι εύρη στον δρόμο του. Εμείς τυχερό και είμαστε στην άκρη κ’ εύκολα αμολώντας την άγκυρα εβγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό θαλασσοπούλι.

Μα απ' τους θεούς ως τώρα κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του, που να διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα 375 τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος, παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένοςΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.

Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Τηνέ θέλω την «Αθηνά». Για ποιόν την έχεις σκαρώσει; Ο Γιαλής πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Έλα μαζί, Μοναχάκη. Τυχερό σου θα είνε. Πάμε να βρούμε τα παιδιά του Καπετάν-Τσοβού. Τον έχεις ακουστά τον Καπετάν- Τσοβό. Γι' αυτόν την έχω σκαρωμένα. Ο Καπετάν-Τσοβός πέθανε τις προάλλες, στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδέσσα, μέσα στο μεγάλο του το μπάρκο την «Ευαγγελίστρια». Πούντιασε και πέθανε.