United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έπρεπε να βάλης συ τα ρούχα τα δικά σου; πως τα δικά μου φόρεσες και μ' άφησες φουστάνια, και μ' άφησες σαν το νεκρό, που μόνο τα στεφάνια και τα σταμνιά του λείπανε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Αλλά και η αρβύλες μου μαζύ σου ταξιδέψανε και το ραβδί. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα και γι' αυτό τα ρούχα δεν μου κλέψανε, γιατ' έσερνα, καθώς εσύ, στο χώμα τα ποδάρια, ενώ με τη μαγκούρα σου κτυπούσα τα λιθάρια.

Εγώ να ήμουν θα έπεφτα κολύμπι να πάω να πιάσω τη μαγκούρα, γιατί δε μου βγαίνει κανένας στο κολύμπι. Εκείνου του καιρού οι άνθρωποι, οι πρωτινοί, δεν ήξευραν, γλέπεις, κολύμπι, τους έπειανε φόβος να εμβούν στη θάλασσα. Και να μου έμελλε η μοίρα μου να πάθω το τι πάθατε, θα εγλύτωνα κολύμπι, όχι σαν ελόγου σας που πέσατε όξου.

Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

Εσήκωσε τη μαγκούρα και του την κατάφερε κατακέφαλα. Το κούτελο του γέμισε αίματα. Τον άρπαξε από το λαιμό. Σε λίγο οι δύο γέροι κυλιόντουσαν στο χώμα. Οι γυναίκες χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κλάματα, ξεφωνητά, στριγγλιές, μαλλιοτραβήγματα. Μπήκαν και τους χωρίσανε. Ο Μαθιός σηκώθηκε, σκουπίζοντας το κούτελό του. Τα παιδιά του μάζεψαν τα γράμματα, που είχανε σκορπίσει στα χώματα.

Μα κ' εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών. — Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ . . . με το κολύμπι . . . θα γλύτωνα και το καΐκι . . . Ας είνε, τι σας έλεγα; Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κ' εκρατούσε μια μαγκούρα.

Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

Θ' ΓΥΝΗ Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια, γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη; Γ’ ΓΥΝΗ Εγώ! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί, γιατί κ' η ώρα προχωρεί. Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα, και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα. Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα . . . . Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας . . . Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κ' ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να την φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες το νερό, η μαγκούρα του επήγε μακρυά, κι' ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο.

Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε ταυτί του στο στήθος. . . Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη.