Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ο νεαρός ναυτικός έκαμε την παρατήρησιν ότι το μέρος όπου είχον ναυαγήσει απείχε μίλια «από τα δυο νησιά», όπου ο επιστάτης έλεγεν ότι ευρίσκετο ο «αφαλός της θάλασσας». Ο χωρικός απήντησε· — Ναι, είνε μακρυά . . . δεν έχει να κάμη . . . ο αφαλός της θάλασσας τραβάει κι' από μακρυά τα πράμματα άμα πέση όξου κανένα καΐκι φορτωμένο . . .
— Δε γίνεται, είπεν ο χωρικός· τόσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλη ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης· να ήτον να τα κατάπινε από ένα ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλη πίσω ο αφαλός. Ο πραγματευτής εφαίνετο επιθυμών να ερωτήση τι και διστάζων. Τέλος αποφασίσας, εστράφη προς τον χωρικόν και τον ηρώτησε· — Και ξέρεις του λόγου σου εις ποιο μέρος της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
Την άλλη μέρα το ηύραν ψαράδες ανάμεσα στα δυο νησιά, εκεί πέρα . . . . Το είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και το είχε ξεράσει, πέρα κει, ο αφαλός της θάλασσας . . . Τ' αλλουνού παραπαππού μου πάλι, του παππού της μάννας μου, του είχε φύγει μια μέρα η μαγγούρα του, κει που πήγε να νιφτή, και καθώς ήταν ξερή κ' ελαφριά, την επήρε το κύμα, και δεν ημπόρεσε να την φτάση, γιατί, ως που να βγάλη τα τσαρουχάκια του να πατήση μες το νερό, η μαγκούρα του επήγε μακρυά, κι' ο παραπαππούς μου, Θεός σχωρέσ' τον, θα βουλιούσε να πάη παρά μέσα στο βούρκο.
— Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.
Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.
Πού θελά βρεθή το στραβόξυλο στη λίμνη μέσα; Καΐκι, σαν καληώρα το δικό σας, για να πέση όξου, θάπεφτε στη θάλασσα, όχι στη λίμνη. Κατά πώς φαίνεται το είχε ρουφήξει ο αφαλός της θάλασσας, και το είχε στείλει στο μάτι της λίμνης, και το μάτι της λίμνης το ξέρασε . . . Αλήθεια, επέφερεν ο χωρικός, αισθανθείς την ανάγκην να πάρη τον ανασασμνό του, πού κοντά επέσατε όξου, του λόγου σας;
Η Μανιά εξύπνησε την γειτόνισσάν της πρόωρα, με επικλήσεις και φωνάς πόνου. Εκείνη εξύπνησε, την ελυπήθη, και ήνοιξε το παράθυρόν της. Η γραία της εζήτησε με κομμένην φωνήν «ένα κόμπο ρακί» να βάλη στο στόμα της, διά «να πιασθή η ψυχή της», επειδή της είχε «λυθή ο αφαλός της» από ένα «σφάχτην», δριμύν πόνον που την έπιασεν έξαφνα σ' όλα τα σωθικά της, από το «χουλιαράκι» της και κάτω.
Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας . . . Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερω- Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παληό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με της τρύπαις των καρφιών γεμάταις σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα.
— Τι θάμμασμα που έγεινε πίσω στην Καναπίτσα! . . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερρούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης . . . Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδά . . . Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω . . . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι' α — δε φάγανε . . . του διαβόλου τα χέλια, βρε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν