United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κ' άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια.

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

Κι’ εμπρός του τον Πολιτισμό δειλά γονατισμένο, Να σκύβη το κεφάλι του και να τον προσκυνάη. Κι’ εκεί οπού αργοτέλειονε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι, Όλη τη γνώση βάνοντας κι’ όλη την εξυπνάδα, Να σου και μπαίνει ο Κωσταντής, αρματοφορεμένος, Με τη χαρά στο πρόσωπο, γλυκά ζωγραφισμένη, Και την αγάπη στην καρδιά, σα ριζωμένο δέντρο : — Καλή σου μέρα.

Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.

Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη!

Έψαλα το «ο ένσαρκος άγγελος». Εκάθησα επί της πεζούλας. Αγνάντευα εις το μελαγχολικόν φως της σελήνης το χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον επί δύο λόφων και μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, και τον λιμένα τον τρίκολπον, με τα τρυφερά κηπάκια, όπου φαίνονται ως να «εγκαινίζωνται» εις τα φωσφορίζοντα νερά. Μετά τέταρτον ώρας ήκουσα κρότον και βάδισμα αλόγου. Εσηκώθην. Ήρχετο ο Κωσταντής.

Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο, Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα. "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„ "Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω. Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„ "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου. Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„

Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κ' είνε ο νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος. Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο· Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη!

Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Χριστέ και Παναγιά! Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα μυρολόγια. Κ' έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και παράδες. Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε ναλλάξουμε τώρα, κ' ύστερα τα μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης Η ίδια. ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ Κωστ.