United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πάντα είχον ήδη σιωπήσει εις το παπικόν οίκημα πλην των γλαυκών και των ωρολογίων, ότε κρότος ελαφρός, ως πτήσις νυκτίου πτηνού ή βάδισμα νέας δεσποινίδος, σπευδούσης εις την πρώτην αυτής συνέντευξιν και φοβουμένης την παρθενικήν ηχώ των υποδηματίων της, ηκούσθη εις το παράθυρον του θαλάμου.

Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;

Στο κεφάλι του ο Σιφογιάννης φορούσε μαύρη πέτσα . Οι Ρωμιοί τότε απόφευγαν τα ζωηρά χρώματα και φρόντιζαν να φαίνωνται ταπεινοί, για να μη θεωρούνται επιδεικτικοί, ότε μπορούσαν να θεωρηθούν από τους Τούρκους προκλητικοί. Με το βάδισμα του γαϊδουριού, σειότανε η άκρη της πέτσας του Σιφογιάννη. Ήτον καθισμένος στο σαμάρι δίπλα, με ρωμαίικη καβάλα, όπως την έλεγαν τότε και την λέγουν ακόμη.

Όταν δε είδα ότι πολλοί εκ τούτων δεν ακολουθούν την Φιλοσοφίαν εξ αγάπης προς αυτήν, αλλά χάριν της εξ αυτής προερχομένης δόξης και κατά μεν τα πρόχειρα, τας φανεράς πράξεις και όσα είνε, εύκολον να μιμηθή πας τις, φαίνονται αγαθοί και σεβάσμιοι άνθρωποι, εννοώ την γενειάδα, το βάδισμα και το ένδυμα, εις δε τον ιδιαίτερον βίον των και εις τα πράγματα διαψεύδουν το εξωτερικόν των και πράττουν τα εναντία και ατιμάζουν την αξιοπρέπειαν του επαγγέλματός των, ήρχισα ν' αγανακτώ.

Παραλαβόντες λοιπόν αυτούς οι Κερκυραίοι τους έκλεισαν εις μέγα οίκημα. Έπειτα τους εξήγον ανά είκοσι και τους ηνάγκαζον να διέρχονται διά δύο στοίχων οπλιτών παραταγμένων εκατέρωθεν. Δεμένοι προς αλλήλους εδέροντο και εκεντώντο υπό των παραταγμένων, άμα ούτοι έβλεπον μεταξύ αυτών κανένα εχθρόν τους. Μαστιγοφόροι δε βαδίζοντες πλησίον των επετάχυναν το βάδισμα των βραδύτερον προχωρούντων.

Τούτου ένεκα ο υιός του ηναγκάσθη ν' αφήση την πρώτην τάξιν εις το βάδισμα, ελθών δεύτερος, και κρατών εκ του αριστερού βραχίονος προπορευόμενον τον πατέρα του, διά να οδηγή και υποστηρίζη το βήμα αυτού, διά δε της ευωνύμου κρατών την δεξιάν του ακολουθούντος εμπόρου.

Ό,τι όμως ενθυμούμαι καθαρώτατα είναι η εικών της Λιγείας μου· ήτο υψηλή το ανάστημα και λεπτοφυής, κατά δε τας τελευταίας ημέρας του βίου της είχε καταστή κάτισχνος, το βάδισμά της ήτον ήρεμον και μεγαλοπρεπές και περιεπάτει ελαφρά, ως σκιά, οσάκις δε εισήρχετο εντός του σπουδαστηρίου μου την ηννόουν μόνον εκ της επιθέσεως της χιονώδους χειρός της επί του ώμου μου.

Μαγιάρ, άνθρωπος ευγενούς παραστήματος, ωραίος, με βάδισμα ευγενούς αρχαίας καταγωγής, με τρόπους απλούς και με κάποιο ύφος σοβαρότητος, αξιοπρεπείας και επιβλητικότητος. Ο φίλος μου με παρουσίασε και ανήγγειλλεν εις τον κ. Μαγιάρ την επιθυμίαν μου να επισκεφθώ το κατάστημά του. Επί τη διαβεβαιώσει δε αυτού ότι θα τύχω πάσης περιποιήσεως μας αποχαιρέτησεν. Από εκείνης της στιγμής δεν τον ξαναείδα.

Έψαλα το «ο ένσαρκος άγγελος». Εκάθησα επί της πεζούλας. Αγνάντευα εις το μελαγχολικόν φως της σελήνης το χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον επί δύο λόφων και μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, και τον λιμένα τον τρίκολπον, με τα τρυφερά κηπάκια, όπου φαίνονται ως να «εγκαινίζωνται» εις τα φωσφορίζοντα νερά. Μετά τέταρτον ώρας ήκουσα κρότον και βάδισμα αλόγου. Εσηκώθην. Ήρχετο ο Κωσταντής.

Ευθύς λοιπόν θα παρουσιασθή ενώπιον σου άνθρωπος δυνατός, σκληραγωγημένος, με το βάδισμα αρρενωπόν, ηλιοκαής, θαρραλέος, το βλέμμα και έξυπνος, ο οποίος είνε οδηγός της τραχείας εκείνης οδού και ο οποίος θ' αρχίση να σου λέγη ματαίας τινάς φλυαρίας διά να σε πείση να τον ακολουθήσης.