United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;

Εκατέρωθεν του παραθύρου, προς μεν τα δεξιά έκειτο κλίνη σιδηρά απλουστάτη αλλ' αποπνέουσα παρθενικόν τι άρωμα, αριστερόθεν δε υπήρχεν άλλη κλίνη, στηθείσα εκ του προχείρου εις τρίποδα. Ότι δε εστήθη εκεί χάριν της περιστάσεως, εμαρτύρουν τα όπισθεν αυτής ίχνη του ερμαρίου, το οποίον εξώσθη του δωματίου διά να τοποθετηθή η κλίνη.

Αυτά δε, καθώς είπα, δεν είναι τόσον σπουδαία επί κερατίνων πλήκτρων και παρομοίων οργάνων, έχουν όμως μεγάλην διαφοράν, όταν πρόκειται να μεταχειρισθή κανείς εις τον πόλεμον σιδηρά είτε τόξα είτε ακόντια και όλα τα παρόμοια. Διαφέρει δε πάρα πολύ ο μαθών από τον μη μαθόντα και ο γυμνασμένος από τον αγύμναστον.

Αληθές είνε ότι η κλίνη αύτη, αν και ολίγον αρχαϊκή, ήτο πράγματι αξιοθέατος, σιδηρά, ευρύχωρος, μ' επίχρυσον άνω της κεφαλής ζεύγος ασπαζομένων, τρυγόνων. Ακόμη πλουσιώτερα ήσαν τα στρωσίδια.

Η δε μωρία του ήτο πολύ βραδύτερα της σοφίας του, και δεν την έφθανε ποτέ! Είδον ακόμη εις τον αέρα διασταυρούμενα σύρματα σιδηρά, και διοχετεύοντα σκέψεις ανθρώπων, από μακριάν ανταλλασσομένας, τας οποίας οι ανεξίκακοι του αέρος κόλποι περιέθαλπον και μετεβίβαζον από σημείου εις σημείον.

Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλάσσιας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τω έμεινεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι' ης ηδύνατο ακόμη ν' αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος. Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα·

Ξαναφώναξε: — Εγώ; Εγώ; Πώς μπορώ να είμαι εγώ; — Ο ήχος εφαίνετο πώς ήρχετο από έξω, παρετήρησεν ένας από τους αυλικούς. Φαντάζομαι πως θα ήτο ο παπαγάλος εις το παράθυρον, και εκτυπούσε το ράμφος του εις τα σιδηρά σύρματα του κλωβού του.

Ο κλέφτης όμως εις την ποδοβολήν μάχης και την όσφρανσιν πυρίτιδος δεν ηδύνατο να συγκρατήση τον εαυτόν του· αν ήτο εις φυλακήν ετρύπα τους τοίχους, κατέθραυεν αν είχε σίδηρα κ' έτρεχεν εκεί. Μόλις δ' έφθανεν εμεθύετο, παρεφέρετο, εκτύπα εδώ κ' εκεί ως τυφλός, φωνάζων εις τους εχθρούς διά να τους γνωστοποιήση την παρουσίαν του, συρίζων και δεν απεσύρετο ειμή διά της βίας παρά των συντρόφων του.

Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες φυλακισμένων.

Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας, Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι.... Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.