United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτήν δα την νύκτα που επέρασε, εν ώ ήτο ακόμη όρθρος βαθύς, ο Ιπποκράτης, ο υιός του Απολλοδώρου και αδελφός του Φάσωνος, εκτύπα πολύ δυνατά την θύραν με την ράβδον του, και, αφ' ου κάποιος του ήνοιξεν, επροχώρει μέσα βιαστικά και φωνάζων δυνατά έλεγε·Σωκράτη, είσαι έξυπνος ή κοιμάσαι; Και εγώ, επειδή εγνώρισα την φωνήν του, είσαι, είπα, ο Ιπποκράτης· μήπως, μας φέρεις καμμίαν νέαν είδησιν;

Ο βουκόλος έτρεξε κατόπιν του φωνάζων: «Να! να!», αλλά ταχέως είδεν ότι εματαιοπόνει και σταματήσας παρετήρει τον οιστρηλατούμενον ταύρον απομακρυνόμενον, υπερπηδώντα τα χανδάκια, εισδύοντα εις τα σπαρτά και πάλιν αναφαινόμενον με την ουράν πάντοτε υψωμένην.

Ο κλέφτης όμως εις την ποδοβολήν μάχης και την όσφρανσιν πυρίτιδος δεν ηδύνατο να συγκρατήση τον εαυτόν του· αν ήτο εις φυλακήν ετρύπα τους τοίχους, κατέθραυεν αν είχε σίδηρα κ' έτρεχεν εκεί. Μόλις δ' έφθανεν εμεθύετο, παρεφέρετο, εκτύπα εδώ κ' εκεί ως τυφλός, φωνάζων εις τους εχθρούς διά να τους γνωστοποιήση την παρουσίαν του, συρίζων και δεν απεσύρετο ειμή διά της βίας παρά των συντρόφων του.

ΕΡΩΣ. Περιπατεί εις τον κήπον κατά τούτον τον τρόπον, ποδοπατών τους ενώπιον αυτού σχοίνους, φωνάζων: «Μωρέ Λέπιδε» και απειλών να κόψη τον λαιμόν του αξιωματικού του εκείνου, όστις εδολοφόνησε τον Πομπήιον. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα μεγάλα μας πλοία εξωπλίσθησαν... ΕΡΩΣ. Διά να αποπλεύσουν εις την Ιταλίαν εναντίον του Καίσαρος.

Είς δύο-τρεις φιλαργύρους, οίτινες, όταν επλησίαζεν ο δίσκος, έκαμνον πως κοιμώνται, παρουσίαζε κατ' επανάληψιν τον αργυρούν δίσκον φωνάζων δυνατώτερα: — Το λάδι της εκκλησίας! Έως ου τους ηνάγκαζεν εξ εντροπής να δώσουν τον οβολόν των. Μόνον ο γέρω-Μασώνος, απόστρατός τις ναύτης, μόνον εκείνος του εγλύτωνε πάντοτε.

Όταν λοιπόν έβλεπα κανένα έξυπνον του διηγούμην απλώς, όπως προς σε, όσα συνέβησαν• διά δε τους ηλιθίους και τους χαζούς έπλαττα μύθους, έλεγα λόγου χάριν εις αυτούς ότι άμα ήναψαν την πυράν και ερρίφθη εις αυτήν ο Πρωτεύς, έγινε πρώτον μέγας σεισμός και ήλθεν εκ των εγκάτων της γης βοή μεγάλη, έπειτα εκ του μέσου των φλογών επέταξε γυψ και διηυθύνθη προς τον ουρανόν, φωνάζων με ανθρωπίνην φωνήν• «Αφήκα την γην και αναβαίνω εις τον Όλυμπον». Οι ακούοντες κατελαμβάνοντο υπό φόβου και τρέμοντες εψιθύριζον προσευχάς, με ηρώτων δε ποίαν διεύθυνσιν ηκολούθησεν ο γυψ, προς ανατολάς ή προς δυσμάς, και εγώ εις απάντησιν έλεγα ό,τι μου επήρχετο εις την κεφαλήν.

Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, συγκατένευε να του δώση εκ των πέντε όπου του έμειναν τα δύο, διά να κρατήση και αυτός τρία τουλάχιστον διά τον κόπον του. Αλλ' ο μάστρο-Κωσταντής δεν εταιριάζετο, φωνάζων και λέγων ότι αδικεί, ότι εις τους άλλους έδωκεν ανά τέσσαρα και ότι θα υπάγη να τον καταγγείλη. Ο μπάρμπα-Γιάννης εβιάσθη να του δώση τα τέσσαρα κρατήσας αυτός έν διά τον εαυτόν του.

Να φωνάξη δεν ετόλμα. Αλλοίμονον εις όποιον παλαίη, εάν αρχίση να εξοδεύη τας δυνάμεις του φωνάζων! Επί τέλους πίπτουν κατά γης και οι δύο, χωρίς να διασπασθή ο φρικτός εκείνος εναγκαλισμός. Ο Χρήστος απ' επάνω, η λύκαινα από κάτω· αλλ' η κεφαλή της απλάκωτος αντίκρυ του στήθους του Χρήστου, το οποίον κατεσπάρασσε πάντοτε, αγωνιζομένη ν' απαλλαγή.