United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό.

Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί.

Τραγουδιστής Ηπειρώτης έθραυσε την λύραν του και την ποιμενικήν ράβδον και αναπαύεται τον αιώνιον ύπνον καθ' ον χρόνον έπρεπε το άσμα του να ακούηται και ο ήχος της εστεμμένης λύρας του να γίνεται ζωηρότερος.

Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.

Συνάζουσιν επίσης ακρίδας, τας οποίας αφού ξηράνωσιν εις τον ήλιον, τας αλέθουσι και επιπάσσοντες αυτάς εις γάλα, το πίνουσιν. Έκαστος αυτών έχει συνήθως πολλάς γυναίκας, αλλά μεταχειρίζονται όλας κοινώς, σχεδόν κατά τον τρόπον των Μασσαγετών· στήνοντες ενώπιόν των ράβδον, μιγνύονται μετ' αυτών.

Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.

Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη·Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!...

Ετέρα εφαίνετο τείνουσα τας χείρας εις ράβδον Ηγουμένης και άλλη ανοίγουσα τας αγκάλας εις τον ουράνιον αυτής μνηστήρα. Αι πλείσται όμως εκοιμώντο ησύχως και κοσμίως ως οι Φαραώ εντός της μεγάλης πυραμίδος, τινές δε μάλιστα και έρρενχον, αλλ’ αύται ήσαν γραίαι ονειρευόμεναι την μακαριότητα του παραδείσου.

Φθάσας ο Βράγγης εις την πηγήν εκείνην, την μάρτυρα του παθήματός του, εύρεν ευτυχώς την ράβδον και την πήραν, όπου τας είχεν αφήσει, και επαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δεν ευρέθη και άλλος τις απροσδόκητος αλήτης, όστις να κλέψη και τους δύο τούτους συντρόφους της οδοιπορίας του. Αλλ' ήτο τοσούτον απηυδηκώς ήδη ώστε δεν ηδύνατο να εξακολουθήση την πορείαν του.

Εις την χείρα εκράτει την μπατίναν του, ράβδον μακράν, εις το κάτω μέρος φέρουσαν κεφαλήν χονδράν, διά της οποίας καταβάλλουν τους ταύρους. Το ύφος του ήτο γλυκύ και συμπαθές οι οφθαλμοί του γοργοί και ευκίνητοι τα χείλη του πάντοτε χαμογελώντα. Ο ζωέμπορος είχεν υπάγει από της προτεραίας να ίδη το λειβάδι του αγίου Γεωργίου, το οποίον εσκέπτετο να ενοικιάση διά την βοσκήν.