Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη· — Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!...
Τοιούτος ήτο ο Πόντιος Πιλάτος, τον οποίον αι πομπαί και οι κίνδυνοι της μεγάλης ενιαυσίου εορτής είχον καλέσει από της συνήθους του έδρας εν Καισαρεία τη Φιλίππου εις την πρωτεύουσαν του έθνους το οποίον απεστρέφετο, και εις το κέντρον του φανατισμού τον οποίον περιεφρόνει. Εν Ιερουσαλήμ κατείχεν έν των δύο παλατίων τα οποία είχον εγερθή αυτόθε υπό της αρχιτεκτονικής ασωτίας του πρώτου Ηρώδου.
Ο Βεζίρης, προβλέποντας τι θα συνέβαινε, τον εκλιπάρησε να θυμηθεί τον όρο που είχαν βάλει οι οικοδέσποινες και πρόσθεσε ψιθυρίζοντας ότι αν η Υψηλότητά του περίμενε μέχρι το πρωί, θα μπορούσε ως Καλίφης να καλέσει τις κυράδες μπροστά του.
— Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω.
Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν πήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτο κορμί της, κ' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτη γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, διά να κάμω κ' εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οικιακά, ως έρημος και ξένος στα ξένα.
Εκινδύνευε ν' αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλού και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν.
Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.
— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα — εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.
Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ' ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού και το κέλευσμα του αναβάτου «α! ντε, ντε! όξου», το οποίον ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές άσμα, εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι' ου τον είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν