United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ' ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού και το κέλευσμα του αναβάτου «α! ντε, ντε! όξου», το οποίον ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές άσμα, εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι' ου τον είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.

Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.

Εγώ δε βλέπων ταύτα, ησθανόμην μεγάλην χαράν και αν ανεγνώριζα κανένα, επλησίαζα και χαμηλοφώνως του υπενθύμιζα τι ήτο εις την ζωήν και πόσον εφούσκωνε τότε όταν από πρωίας ανέμεναν πολλοί εις τα πρόθυρα της κατοικίας του και επερίμεναν την εμφάνισίν του, ενώ οι υπηρέται του τους απεδίωκαν και έκλειαν προ αυτών την θύραν• αυτός δε, αν κατεδέχετο επί τέλους να εμφανισθή επ' ολίγον, καταστόλιστος και χρυσοκόσμητος, ενόμιζεν ότι θα έδιδε την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα εις εκείνους εις τους οποίους θ' απηύθυνε χαιρετισμόν και θα προσέφερε το στήθος ή την δεξιάν του προς ασπασμόν.

Όχι, είπεν η Αϊμά, αρχίσασα να συνέρχηται εις εαυτήν. Συγχρόνως δε απηύθυνε προς τον ξένον νεύμα τι· το νεύμα τούτο δεν ενόησεν εκείνος, είχε δε την εξής έννοιαν·Μη λέγης τίποτε εις τον Μάχτον διά το πανέρι με τα ρούχα.

Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.

Εγώ δεν ηρώτησα την κυρίαν τι έχει το παιδάκι της. Δεν την γνωρίζω. Η γραία ύψωσε την χείρα της εις τα χείλη και περιστρέφουσα χαριέντως τα δάκτυλα περί το στόμα επροσπάθησε να κρύψη το μειδίαμα, το οποίον εφανέρωνον οι γελώντες οφθαλμοί της. Αντί απολογίας απηύθυνε προς τον έπαρχον δευτέραν και διπλήν μάλιστα ερώτησίν. — Δεν την γνωρίζεις; Ξένη είναι;

Δεν έλεγε τίποτε άλλο όταν την έβλεπε με άλλας γυναίκας, αλλ' ο στεναγμός, όστις συνώδευε την αναφώνησίν του και ηδύνατο να κινήση ανεμόμυλον, και τα βλέμματα τα οποία απηύθυνε προς την θυγατέρα της χήρας, ήσαν αρκετά διά να εκφράσουν την τρικυμίαν της ψυχής του

Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν. — Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος. Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ' ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα.

Αλλά σοφιστευόμενος ο νομικός απηύθυνε δεύτερον ερώτημα, «Και τις ο πλησίονΤότε ο Ιησούς έλαβεν αφορμήν να είπη μίαν των λαμπροτάτων παραβολών Του. Άνθρωπός τις κατέβαινε την βραχώδη φάραγγα την από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, έπεσε δε εις χείρας ληστών, οίτινες, αφού τον εγύμνωσαν τον άφησαν καθημαγμένον και ημιθανή. Ιερεύς τις διαβαίνων, τον είδε και αντιπαρήλθε.

Ενώ ούτως ωμίλει, άνθρωπός τις κοινός εκ του πλήθους, απηύθυνε τον λόγον προς τον Ιησούν και είπε: «Διδάσκαλε, είπε τω αδελφώ μου όπως διαμερίσηται την κληρονομίαν προς με». Σχεδόν αυστηρά υπήρξεν η απάντησις του Ιησού.