Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του.

Κ' εγώ, ετούτο, δείχνονταςαυτήν, το φόρεμά μου, εύρισκα πρόφασιν να ειπώ• για ιδές, νοικοκυρά μου, πολύ το παραξήλωσες! ΘΕΡΑΠΩΝ Αυτός ο λύχνος σβύνει• δεν έχει λάδι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτόν που τόσο λάδι πίνει να πας, μωρέ, ν' ανάψης; Έλα κοντά να κλάψης! ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί παχύ φυτίλι έχεις βάλει!

Μα τι, κι' εσάς δεν έχουν τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα; 240 Για μ' αψηφάτε πια που να! με καταράστη ο Δίας κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι, χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν... Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια245

Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».

ΑΜΛΕΤΟΣ Πράξιν, 'πού την χάριν της σεμνότητος σβύνει και το ρόδισμά της, λέγει την αρετήν υποκρισίαν, βγάζει το ρόδο από τ' ωραίο μέτωπον αγάπης αγνής και αυτού βάζει πληγήν· ψεύει του γάμου ταις ευλογίαις ωσάν όρκους χαρτοκόπων· αχ! τέτοιαν πράξιν ώστε την ψυχήν αρπάζει από το σώμα του αρραβώνος και την χάριν του θείου λόγου μεταβάλλ' εις φλυαρίαν.

Διότι η φύσις του πράγματος τούτου είνε, μου φαίνεται, να μη ολιγοστεύη, εάν και άλλος πάρη εξ αυτού• διότι δεν σβύνει αν ανάψη κανείς άλλος. Επομένως είνε φθόνος καθαρός το τοιούτον, διότι εμποδίζατε να δοθή εις τους έχοντας ανάγκην κάτι το οποίον σεις δεν θα εστερείσθε και ουδόλως θα εζημιώνεσθε. Και όμως αφού είσθε θεοί έπρεπε να είσθε αγαθοί και «δοτήρες εάων» και απηλλαγμένοι παντός φθόνου.

Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον. Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα, κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον, το πρόσωπόν του έκρυψετα σάβανα του σκότους;

Όμως για να λογαριασθή και γίνη τελεία η αίσθησις αυτή θέλει κάποια μορφή εξαιρετικού περιβάλλοντος. Δίχως αυτό σβύνει από μαρασμό ή ναρκώνεται. Θυμάσαι το αξιολάτρευτο εκείνο κομμάτι, όπου ο Πλάτων περιγράφει πώς ο νεαρός Έλλην πρέπει ν' ανατρέφεται και τόσον επίμονα εξετάζει τη σπουδαιότητα του περιβάλλοντος.

Μ’ αυτή την ξυγγοπάνα φκιάνουν ξυγγόκηρο, και τα ξυγγόκηρο αυτό νομίζουν, ότι έχει την ιδιότητα να μη σβύνη από τον δυνατώτερον αγέρα, και χρησιμεύει σ’ εκείνους προπάντων, που πηγαίνουν ν’ ανοίξουν τους θησαυρούς, που βρίσκονται σε υπόγεια ή σε σπηλιές, διότι κάθε άλλο κηρί σβύνεται εκεί μέσα και μόνο το κηρί, που γίνεται από ξυγγοπάνα, βγαλμένη από ζωντανό άνθρωπο δε σβύνει.

Το πνεύμα των εισέτι προσεκολλάτο εις απλάς υλικάς εικόνας. Έσπευσαν να Του ζητήσουν τον άρτον τούτον τον εκ του ουρανού, τόσον απλήστως όσον η Σαμαρείτις είχε ζητήσει το ύδωρ το οποίον σβύνει πάσαν δίψαν. «Κύριε, δος ημίν τον άρτον τούτον». Ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν