Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Μία πέτρα μεγάλη εκύλισεν έως εδώ από το βουνό από το λατομείον εκείνο, όπου βλέπεις τώρα να βγάζουν μάρμαρα, και μου έσπασε το πόδι· έχω ημέρες πολλές εις το στρώμα και κανείς δεν εσυλλογίσθη να έλθη να ερωτήση, αν χρειάζομαι τίποτε. . . — Και τι θέλεις να σου κάμω; απαντά με καλωσύνην η Φωτεινή. — Να σαρώσης, να στρώσης το κρεβάτι μου, ν' ανάψης φωτιά!
Κ' εγώ, ετούτο, δείχνοντας 'ς αυτήν, το φόρεμά μου, εύρισκα πρόφασιν να ειπώ• για ιδές, νοικοκυρά μου, πολύ το παραξήλωσες! ΘΕΡΑΠΩΝ Αυτός ο λύχνος σβύνει• δεν έχει λάδι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτόν που τόσο λάδι πίνει να πας, μωρέ, ν' ανάψης; Έλα κοντά να κλάψης! ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί παχύ φυτίλι έχεις βάλει!
Αν ζήσης εις την μεγάλην εκείνην διά τον Ελληνισμόν ημέραν, θα θυμηθής βέβαια να μου ανάψης. . . . Όποιος ζήση! . . . Η σημείωσις διεκόπτετο ενταύθα αποτόμως, προσέθετεν αινιγματωδώς η Εφημερίς · αι τελευταίαι λέξεις ήσαν δυσδιάκριτοι εκ της κακογραφίας. Και φαίνεται ότι ο θάνατος επήλθεν αιφνίδιος. Δίπλα εκεί παρέκειτο κηρίον εσβεσμένον και μολυβδίς.
— Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;
Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλλώματα, μη γυρεύης να μας ανάψης και τέτοιες φωτιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελλαθήκαμε ακόμη». Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια.
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έχω το παράδειγμα της Φουλβίας.... Στρέψε, σε παρακαλώ, το πρόσωπον, και κλαύσε δι' αυτήν· αποχαιρέτησέ με έπειτα, και ειπέ ότι τα δάκρυα ταύτα χύνονται χάριν της βασιλίσσης της Αιγύπτου. Έλα, σε παρακαλώ, παίξε πρόσωπον δεξιού υποκριτού και κατόρθωσε να φανής αισθανόμενος λύπην ακραιφνή. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αρκεί· θα μου ανάψης το αίμα.
— Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι. — Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν. — Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν. — Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί! — Τι εμείς; Νά, τα ποντίκια!
Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . . Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.
Έκραξε την γυναίκα και της είπε. — Τ' ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώση, να πας ν' ανάψης τα καντήλια τ' Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμμα. Το έχω τάξιμο από καιρό. Μεθαύριο είνε η μνήμη του, κι' αύριο δεν θα πάρης εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά.
Κατ' αυτούς τους μήνας εάν χύσης ύδωρ δεν κάμνεις πηλόν, αλλ' εάν ανάψης πυρ κάμνεις πηλόν. Πήγνυται δε και η θάλασσα επίσης ως ο Κιμμέριος Βόσπορος, και επί του κρυστάλλου περιπατούσι τα στρατεύματα των Σκυθών οίτινες κατοικούσιν εντός της τάφρου και ελαύνουσι τας αμάξας πέραν εις τους Σινδούς. Τοιούτος χειμών διατελεί επί οκτώ μήνας, τους δ' επίλοιπους τέσσαρας είναι ακόμη ψύχος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν