United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα σου ζυμώσουν τουλάχιστον καμμιά λειτουργιά; θα σε μνημονεύση κανένας παπάς; Και προσεπάθει να κρύψη τα μάτια του, οπού άρχισαν να βουρκώνουν. — Α! παιδιά! Ως το μεσημέρι να την ξενετάρωμε! απέτεινε τότε παρακέλευσιν προς τους ναύτας, οπού γύρω γύρω συνέρραπτον το παλαιόν εκείνο ιστίον, ο καθένας με την σακκορράφαν του και με το πέτσινο γάντι του.

Και ετρυπούσαν τα δάκτυλα με την σακκορράφαν το παπούτσι της μαγείρισσας, το οποίον είχε σκάσει και έπρεπε να ραφθή. — Αυτή είναι πρόστυχη εργασία, έλεγεν η σακκορράφα. Δεν ημπορώ να τρυπήσω αυτό το δέρμα. Θα σπάσω ! Θα σπάσω ! Και τω όντι έσπασε. — Δεν το έλεγα; είπεν η σακκορράφα. Είμαι τόσον λεπτή. Τα δε δάκτυλα είπαν: — Χωρίς μύτην βελόνη δεν αξίζει. Είναι διά πέταμα.

Μετ' ολίγον επί κεφαλής του πληρώματος ο Γιωργάκης, ο ναύκληρος, ειργάζετο εις την συρραφήν μιας παλαιάς εσχισμένης μπούμας του πλοίου, την οποίαν είχον απλώσει επί του καταστρώματος. Συχνά δε ίστατο, με την σακκορράφαν την χονδρήν εις χείρας, βλέπων προς τους ιστούς επάνω περίφροντις μάλλον ή αφηρημένος. — Θα της βράσουν τάχα κανένα πιατάκι κόλλυβα; διελογίζετο. Ποιος να φροντίση!

ΧΑΡ. Λοιπόν, βάλε πέντε δραχμάς και δύο οβολούς. ΕΡΜ. Και μίαν σακκορράφαν διά το πανί• επλήρωσα πέντε οβολούς. ΧΑΡ. Πρόσθεσε και αυτούς. ΕΡΜ. Σου έφερα επίσης κερί διά να φράξης του πλοιαρίου τα ανοίγματα, προσέτι δε καρφιά και σχοινί με το οποίον έκαμες την υπέραν• όλα δύο δραχμάς. ΧΑΡ. Και αυτά εις καλήν τιμήν τα ηγόρασες. ΕΡΜ. Αυτά είνε, εκτός αν ελησμονήσαμεν τίποτε.

Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . . Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!