United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ’ αυτή την ξυγγοπάνα φκιάνουν ξυγγόκηρο, και τα ξυγγόκηρο αυτό νομίζουν, ότι έχει την ιδιότητα να μη σβύνη από τον δυνατώτερον αγέρα, και χρησιμεύει σ’ εκείνους προπάντων, που πηγαίνουν ν’ ανοίξουν τους θησαυρούς, που βρίσκονται σε υπόγεια ή σε σπηλιές, διότι κάθε άλλο κηρί σβύνεται εκεί μέσα και μόνο το κηρί, που γίνεται από ξυγγοπάνα, βγαλμένη από ζωντανό άνθρωπο δε σβύνει.

Μία απ' αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι' ένα θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρίακαι η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί, και μη αμαρτάνης . . . ».

Και όταν κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί γύρα. — Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.

Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέβαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατόν μοι τέκνονκαι η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβαινε «οίμοι! γλυκύτατε ΙησούΤα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής μεγαλοφώνως έκραζον: &Κύριε ελέησον!