United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε κόλαξ δύναται να είπη τον έπαινον τούτον και περί της καλύβης ενός χειροβοσκού και μόνον αν ελπίζη να λάβη τίποτε παρ' αυτού. Ούτω ο Κύναιθος ο κόλαξ Δημητρίου του Πολιορκητού, αφού εξήντλησεν όλας τας άλλας κολακείας, επήνει τον Δημήτριον ενοχλούμενον υπό βηχός ότι μελωδικώς έβηχεν.

Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

Αλλά περιφρονήσας πάντα ταύτα και ποθήσας αγαθά ευγενέστερα, επεδόθη εις την φιλοσοφίαν, χωρίς να παρακινηθή υπό του Αγαθοδούλου, ούτε του προ τούτου υπάρξαντος Δημητρίου, ούτε του Επικτήτου• ήκουσε μεν την διδασκαλίαν όλων τούτων, προσέτι δε και του Τιμοκράτους του Ηρακλεώτου, ανδρός σοφού διακρινομένου και κατά την ευφράδειάν και κατά την σοφίαν, αλλ'εξ ιδίας κλίσεως προς τα καλά και εμφύτου προς την φιλοσοφίαν αγάπης, ήτις εξεδηλώθη από της παιδικής του ηλικίας, κατεφρόνησεν όλα τα ανθρώπινα αγαθά και εξ ολοκλήρου αφωσιώθη εις την ελευθερίαν και την παρρησίαν.

Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην. Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν.

Ξέρεις· ο Μούλος έχει ένα σηκότιτο φούρνο και μας καρτερεί·πάμε; — Πού να πάμε; — 'Σ του Πομόνη· έβαλε φρέσκο. . . Οι δύο χωρικοί, αργά βηματίζοντες είχον πλησιάσει την στενήν και ανώμαλον γέφυραν κάτω της οποίας ο Στρεμμενός έτρεχεν ησύχως. Η γέφυρα αυτή κτισμένη προ της επαναστάσεως, οφείλεται εις θαύμα τι του αγίου Δημητρίου, πολιούχου της κωμοπόλεως Λεχαινών.

Μετ' ολίγον, επειδή η εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχεν έλλειψιν ιερέως, ο παπά-Σταύρος κατώρθωσε δι ολίγων ζευγών καπονίων και χηνών να μετατεθή εις Λεχαινά, χωρίς βέβαια η νέα θέσις να ευρύνη το παραμικρόν τας θεολογικάς γνώσεις του. — Ε, και τι θες από 'μέ; ηρώτησε με την χονδρήν φωνήν του τον Δημήτρην, αφού ήκουσε τους λόγους του. — Ήρθα να μου 'πή η αγιοσύνη σου, τι να κάμω.

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνοτον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμετα πανιάώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.

Ανεπαύθη κ' ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου, σιμά εις την πελωρίαν κοκκινομωρέαν και παρακάτω από τον τεράστιον σχοίνον, κυρτόν εν είδει καλύβης και αποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, και αντικρύ εις την ωραίαν και τόσον ζωηράν εικόνα του Αγίου, την επί του ανωφλίου του ναού.

Και ο Λυσίμαχος δε ο βασιλεύς των Μακεδόνων εφονεύθη εις την εναντίον του Σελεύκου μάχην ογδοηκοντούτης και αυτός, όπως διηγείται ο ίδιος ο Ιερώνυμος. Ο δε Αντίγονος ο υιός του Δημητρίου και εγγονός του Αντιγόνου του Μονοφθάλμου εβασίλευσεν επί τεσσαράκοντα έτη εις την Μακεδονίαν, έζησε δε ογδοήκοντα, όπως αναφέρει ο Μήδιος και άλλοι συγγραφείς.

Εάν δεν ήτο εκ χαλκού, αλλ' από ξύλον, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να είνε όχι του Δημητρίου έργον, αλλά τεχνούργημα του Δαιδάλου• διότι, ως λέγεις, και αυτός φεύγει από το βάθρον του. Πρόσεξε, Τυχιάδη, είπεν ο Ευκράτης, μη μετανοήσης διά τους εμπαιγμούς σου. Εγώ γνωρίζω τι έπαθεν εκείνος ο οποίος έκλεψε τους οβολούς που του προσφέρομεν κάθε πρώτην του μηνός.