United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτος ο άνθρωπος όντας μέσα εις το κιβούρι ακούει την ιδίαν νύκτα να ανοίξουν πάλιν την πόρταν, έπειτα να τον βγάλουν από το κιβούρι· αυτός λογιάζοντας πώς ξαναήλθεν ο βεζύρης διά να τον ξανατυραννίση, Α, βάρβαρε και σκληροκάρδιε, άρχισε να λέγη, θανάτωσόν με ανίσως και έχεις επάνω σου ευσπλαγχνίαν, και μη με τυραννής, ότι τα μαρτύρια, που θέλεις μου κάμει, δεν θέλουν δυνηθή να με κάμουν να σου φανερώσω εκείνο που επιθυμείς.

ΠΡΙΓΚΗΨ Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου. Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν τους τάφους τούτους των νεκρών. ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ Ω ουρανέ! — Γυναίκα, ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει! Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη. Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη, στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!

Το τέλειον δε κάλλος κατά την γνώμην μου είνε εκείνο εις το οποίον συντρέχει η αρετή της ψυχής και του σώματος η καλλονή, θα ηδυνάμην να σου δείξω πολλάς γυναίκας αι οποίαι έχουν ωραίαν και ευχάριστον την μορφήν, αλλά κατά τα αλλά καταισχύνουν το κάλλος, ούτως ώστε και μόνον αν ανοίξουν το στόμα διά να ομιλήσουν το κάλλος των μαραίνεται και εξαφανίζεται, διότι αποδεικνύεται ότι υπηρετεί ψυχήν δυσειδή και κακήν.

Ενώ δε κάποτε αγρυπνούσα με τοιαύτας σκέψεις, απεφάσισα να υπάγω εις την Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κανένα εκ των μάγων μαθητών και διαδόχων του Ζωροάστρου, περί των οποίων είχα ακούσει να λέγεται ότι με επωδάς και διαφόρους μαγείας δύνανται ν' ανοίξουν τας πύλας του Άδου, να κατεβάζουν οποίον θέλουν και να τον ανεβάζουν πάλιν οπίσω.

Και σα θυμήθη, στέναξε μέσα απ' τα βαθιά κι' είπε «Ναί, δύστυχε, άλλοτες κι' εσύ, αγαπητό μου αδρέφι, 315 μούστρωσες δείπνο αναστικό εδώ μες στην καλύβα γοργά γοργά και γλήγορα, σα βιάζουνταν ν' ανοίξουν οι Δαναοί με τον οχτρό πολυδακρούσα μάχη. Μα τώρα εσύ μου κοίτεσαι νεκρός και δε σαλέβεις, κι' εμένα νηστικιά η καρδιάκιας έχω τόσα ομπρός μου320 ποθώντας σε.

Μερικοί όπου βρίσκανε ίσκιο, πέτρα ή ξύλο σωριάζονταν απάνου, τέντωναν τα πόδια τους· κύτταζαν με λύπη τα χαλασμένα παπούτσια τους, τις ματωμένες γάμπες τους. Βαθύ ξανάσασμα έβγαινε από τα στήθη ολουνών που τέλειωσαν. Πάει κι αυτό! Κάμποσοι αργαστηριάρηδες έφευγαν με τα κλειδιά στα χέρια για ν' ανοίξουν τ' αργαστήρια τους, να πιάσουν πάλε τη δουλειά.

ΖΕΥΣ. Δεν μας μένει λοιπόν τίποτε άλλο να πράξωμεν παρά να σκύψωμεν εκ του ουρανού και να παρακολουθήσωμεν την συζήτησιν ώστε ας αφαιρέσουν αι Ώραι τον μοχλόν και απομακρύνουσαι τα νέφη ας ανοίξουν τας πύλας του ουρανού. Θεέ μου, πόσοι έχουν συναχθή διά να τους ακούσουν!

Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το να ήτο νύκτα.

Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ' αμπέλια έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της ανοίξεως.

Κ' ενώ επί του αλωνίου του Κοκκινοχώματος οι Αραχωβίται γύφτοι προσεπάθουν με τους βαρείς ήχους του τυμπάνου και τας γαργαλιστικάς φωνάς ζεύγους αυλών να διεγείρουν τας ψυχάς, κ' οι λυγερές χειροκρατούμεναι εκάλουν μ' ελκυστικόν χαμόγελο τους νέους ν' ανοίξουν τον χορόν, ούτοι ολίγον παρεκεί, συνωθούμενοι πέριξ του ενωμοτάρχου, προσέβλεπον περίεργοι το όπλον, το οποίον ούτος εκολακεύετο να επιδεικνύη εις αυτούς, και από καιρού εις καιρόν επιφώνημα εξέφευγε των χειλέων του: — Μπρε το διάτανο τ' έπιασε κ' έκαμε!. .