United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινε και θα μείνη στον τόπο η ψευτιά, η ραθυμία, η βαγαποντιά! Να ο δήμαρχος, ο δικηγόρος, ίσως κ' οι παπάδες που στηθοδέρνονται και σταυροκοπούνται μπροστά στο παλιοσάνιδο. Και γιατί; Γιατί δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρύσουν το ψέμμα, ν' ανοίξουν τα μάτια των τυφλών ναχαλάσουν το κέφι μερικών πεισματάρηδων. Να η μεγάλη μας αρρώστεια, να τηνε.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη…Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν .... Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής!

Η αλήθεια είνε ότι καθήμεθα και παρατηρούμεν μόνον αν γίνη καμμία θυσία και αν από κανένα βωμόν αναδίδεται κνίσα. Τα άλλα αφήνονται εις την τύχην. Επομένως δίκαια πάσχομεν, θα πάθωμεν δε ακόμη περισσότερα όταν οι άνθρωποι ολίγον κατ' ολίγον θ' ανοίξουν τα μάτια των και θα βλέπουν ότι ουδέν όφελος έχουν αν προσφέρουν θυσίας και αν μας κάνουν λιτανείας.

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Σκορπάει τα διαμάντια του απάνω στη γις, πιστέβεις ή δεν πιστέβεις, κ' έτσι καμιά μέρα, και στραβός να είσαι, θα καταλάβης πως εκεί μπροστά σου κάτι λάμπει, κ' ίσως ανοίξουν τα μάτια σου μοναχά τους, για να διής και το φως. Κρίμας, αλήθεια, να μην είμαι Παναγιά. Σας το λέω, παιδιά μου, θα τάπαιρνα όλα ένα ένα και θα τα γιάτρεβα όλα.

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.

Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους