United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Καλεκάρη τελειώνοντας εδώ την διήγησίν της, ω Ουρανέ, εφώναξα εγώ, ημπορώ να λάβω την χαροποίησιν εις το να ανταμώσω την ποθητήν μου Τζελίκα; μα τι λέγω, πως θα την ανταμώσω, που ακούω ότι ετούτος ο μέγας βασιλεύς την έχει φυλαγμένην εις το χαρέμι του; Μην αμφιβάλλεις, μου απεκρίθη η Καλεκάρη διά να την ιδής, επειδή και αυτή έχει περισσότερην επιθυμίαν από εκείνο που στοχάζεσαι διά να σε ιδή, και αυτή η ιδία επρόσταξε τον Καμπούρ και έκαμε τούτες τες ετοιμασίες, και επήρεν ετούτο το παλάτι διά να έρχεται οπόταν ευρίσκει τον καιρόν αρμόδιον διά να σε απολαμβάνη· και διά την ώραν με έστειλεν εμένα διά να σου διηγηθώ τι απέρασε διά εσένα και αύριον το ταχύ θέλει έλθει η ιδία να σε εύρη.

Οκτώ ημέρες υστερώτερα έρχεται ένας ευνούχος, ονόματι Καμπούρ, και μου βάνει μίαν γραφήν εις το χέρι, και ευθύς μισεύει· ανοίγω την γραφήν και βλέπω ότι η Τζελίκα με τες σκλάβες της με εκαλούσαν, εκείνην την βραδειάν να ευρεθώ εις τον κήπο με τον ίδιον τρόπον που είχα ευρεθή την άλλην φοράν.

Και λέγοντας ετούτα τα λόγια η Καλεκάρη εμίσευσε με τον Καμπούρ, και έμεινα εγώ με μεγάλην ανυπομονησίαν έως που να την ιδώ. Το ταχύ ακούω να κτυπά η πόρτα. Οι σκλάβες έτρεξαν διά να ανοίξουν, ευθύς να έμβη η βασιλοπούλα εις τον χοντζερέ μου.

Εις το αναμεταξύ που εκείνος ο άνομος εφέρετο εις θάνατον, επέσαμεν η Τζελίκα και εγώ εις τους πόδας του βασιλέως, και τους εκαταβρέχαμεν με τα δάκρυά μας, ευχαριστώντας την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν που εις ημάς έδειξεν· έπειτα σηκωνόμενοι εμισεύσαμεν με την Καλεκάρην και Καμπούρ, και ήλθαμεν εις την κατοικίαν που ήμουν, και εκεί εμείναμεν ευφραινόμενοι την ελευθερίαν μας.

Το βράδυ λοιπόν κατά την παραγγελίαν της, επήγα διά να σταθώ εις το μνήμα της και ωσάν επήγα εκεί, άνοιξα το μνημείον, και την έβγαλα έξω, εβγάζοντας το χόρτον από το αυτί της· έλαβεν ευθύς τες πρώτες της αίσθησες, και ευθύς την επήρα, και υπήγαμεν εις ένα σπητάκι εις το οποίον ο Καμπούρ μας ανάμενε, και εκεί εμείναμεν το επίλοιπον της νυκτός το ταχύ δε απεστείλαμεν τον Καμπούρ εις το παλάτι και υστερώτερα επήγα και εγώ· και ερχομένη εις το παλάτι, ανήγγειλα του βασιλέως διά την καλήν ξενύκτισιν που έκαμα εις το μνημείον της θυγατρός του.

Εγώ δεν έλειψα που να την ευχαριστήσω διηγούμενος την ιστορίαν μου, και πώς ευρισκόμουν εις συντροφιάν ενός Φακύρη, και τα λοιπά. Και αφού ωμιλήσαμεν διά δύο ώρες αυτά και άλλες ομιλίες της αγάπης, έρχεται η Καλεκάρη και ο Καμπούρ, και μας δίνουν την είδησιν διά να μισεύσωμεν, διατί η ώρα ήταν αργά. Και ούτως εμίσευσαν, και με άφησαν όλον γεμάτον από χαράν και ελπίδα.

Εις αυτό δε το αναμεταξύ ιδού και έρχεται και η Τζελίκα διά προσταγής του βασιλέως έμπροσθέν του, η οποία ήτον συντροφιασμένη με την Καλεκάρην και τον Καμπούρ. Αχ, κακότροποι και άνομοι, εφώναξεν ο βασιλεύς· μη καρτερήτε μήτε ο ένας, μήτε ο άλλος από εμένα καμμίαν συμπάθειαν, που ετολμήσατε να μου κάμετε αυτήν την ατιμίαν.

Τότε αυτός έβγαλε και μου έδωσε δέκα χιλιάδες φλωρία και φορέματα, και διαμάντια πολλά, και με ηλευθέρωσεν από την σκλαβιάν· μα εις αυτά που μου έδωσε, του εζήτησα και τον ευνούχον Καμπούρ διά να μου τον δώση εις την φύλαξίν μου, και ευθύς με υπήκουσε. Παίρνοντας εγώ αυτά τα χαρίσματά μου και τον Καμπούρ, επήγαμεν εκεί που ευρίσκετο η Τζελίκα με την οποίαν εχαρήκαμεν πολύ διά την εύρεσίν μας.

Εφανέρωσα του φακύρη τα όσα ο Καμπούρ μου είπε, και ο Φακύρης μένοντας ευχαριστημένος ετοιμάζετο διά να μισεύση. Εγώ θλιβόμενος διά την αγνωσίαν που έλαβε και έγινε το αίτιον του χωρισμού μας, ηθέλησα διά να τον φιλοδωρήσω μίαν σακκούλαν γεμάτην από φλωρία, που μου τα είχε δώσει η Τζελίκα, και δίδοντας του, τον εσυμπροβόδησα με πολλά δάκρυα και αναστεναγμούς· τόσον πολλά τον αγαπούσα.