Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Και πλησιάσασα της ωμίλησε στοργικώς και την εθώπευσεν, ενώ η Μαργή την απώθει με κινήσεις ωργισμένου παιδίου. — 'Ντά θέλω 'γώ το κακό σου, παιδί μου; Ένα λόγο σου 'πα. Δε θες; Δε θέλω κ' εγώ. Δεν εχάλασ' ο κόσμος. — Μα, για όνομα του Θεού, είνε για μένα τέτοιος άντρας; Τόσο παραρριμένη 'μαι 'γώ να πάρω αυτό τανεμπαίγνιδο του κόσμου; Από τούρκικη μπάλα να πάη καλλίτερα, γη και ουρανέ μου!

Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ, εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον σκλάβαν.

Κι' ο ένας κι' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν. — Κι' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης. — Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ. — Ουρανέ! είναι δυνατόν, φώναξε ο διοικητής. — Τι θαύμα! φώναξε ο Αγαθούλης.

Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα.

Ω ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή.

Και ύστερα κορδόνεσαι και θεωρείς ως δώρον και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης, συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον, συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο νάχης. Βρέχε, ουρανέ, και νερό να ρίξης οπού να μας πνίξης. Βρόντα, κεραυνέ, κι' ας ανάψ' η σφαίρα όλη πέρα πέρα. Δίσκε της ημέρας, που ζωή μας είσαι, πάγωσε και σβύσε.

Δίκαιε Ουρανέ, εφώναξεν ο Κατής, ημπορώ να στεφανωθώ ένα τέρας της φύσεως παρόμοιον; Εις τον ίδιον καιρόν ο βαφιάς προβλέποντάς την έκστασιν του Κατή, έφθασεν εκεί.

ΑΛΟΝΖ. Μία θυγατέρα! ω Ουρανέ! να ζούσαν κ' οι δύο στη Νεάπολη, βασιλέας εκεί και βασίλισσα! Α! να ζούσαν, και ας ήμουν εγώ χωσμένος στην αμμώδη κλίνη, όπου κοίτεται ο υιός μου! Πότε έχασες τη θυγατέρα σου;

Ο Κουλούφ ετρόμαξεν εις τούτα τα λόγια· Κυρά ευθύς απεκρίθη, μου φαίνεται και εμένα, ότι ακούω εις του λόγους σου την φωνήν μιας κυράς που γνωρίζω. Α, δίκαιε ουρανέ αράγε είσαι συ εκείνη που στοχάζομαι; Α, Κουλούφ εφώναξεν εκείνη είσαι εσύ που μιλείς; Ναι, κυρά μου, απεκρίθη εκείνος· εγώ είμαι αυτός ο δυστυχής Κουλούφ· μα εγώ δεν ημπορώ να καταλάβω ακόμη πως είσαι εσύ η Δηλαρά.

Ο Ρουσκάδ εις τον ίδιον καιρόν της εφανέρωσε και αυτός το όνομά του, και εδιηγήθη το συμβεβηκός του με την έλαφον. Δεν είχεν αυτός ακόμη τελειώσει την ιστορίαν του, και ιδού βλέπουν άνθρωπον μεσιακής ηλικίας καβαλλάρην που βιαίως έτρεχεν. Αυτός ήτον σχεδόν γυμνός, και απέρασε τόσον από σιμά τους, που η βασίλισσα τον εγνώρισε και ευθύς εφώναξεν. Ω ουρανέ, αυτός είναι ο άνδρας μου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν