United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση; Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι, Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη; Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέριτην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην; Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!

Η Ζεμπρούδα ήκουσε πολύ μέρος από τα όσα μου είπεν ο Αναΐππης, και βλέποντάς με σκεπασμένων με ξεσχισμένα φορέματα, ω Ουρανέ, εφώναξε, τι δηλοί τάχατε ετούτη η μεταβολή; τι σου είπεν άρα γε εκείνος ο άνθρωπος; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, ο Κατής είνε ένας πολύ κακότροπος άνθρωπος, μα αυτός θέλει είνε ο ίδιος τζελάτης της κακής του διαθέσεως.

Ο Κουλούφ έτρεξεν υστερότερα εις την γυναίκα του, και της εδιηγήθη τα όσα του ηκολούθησαν, και της έδειξε και την επιστολήν που έγραψεν ο Μασούδ. Η Δηλαρά τότε εφώναξεν από την χαράν της· ω δίκαιε Ουρανέ, εσένα πρέπει να ευχαριστήσωμεν, που μας επρόφθασες με τούτο το παράδοξον συμβεβηκός, και έλαβες ευσπλαχνίαν δι' ημάς που με το θέλημά σου μας ένωσες.

Ε, μονάχα η θέα της Κυνεγόνδης θα μπορούσε να τον εκπλήξη και τον χαροποιήση περισσότερο. Λίγο έλειψε να τρελαθή από χαρά. Αγκαλιάζει τον αγαπημένο του φίλο. — Η Κυνεγόνδη είν' εδώ, χωρίς άλλο; Πού είναι; Πήγαινέ με κοντά της, για ν' αποθάνω από χαρά! — Η Κυνεγόνδη δεν είν' εδώ, είπεν ο Κακαμπός· είναι στην Κωσταντινούπολη. — Α! ουρανέ! στην Πόλη!

Έτσι λέγοντας τον έφερα εις την κατοικίαν μου, και τον έκαμα να ιδή την μεγαλοπρέπειαν, και τον στολισμόν όλης μου της οικίας. Αυτός κάθε ολίγον εφώναζεν· ω Ουρανέ, τι πράγμα άξιον έπραξεν ο Ταλμούχ περισσότερον από τους άλλους, διά να αρχίσης να τον γεμίσης από τόσα καλά. Πώς ω Φακύρη, του είπα, σου κακοφαίνεται διά την ευτυχίαν μου; καταλαμβάνω ότι σε θλίβει η καλή μου κατάστασις.

ΠΡΙΓΚΗΨ Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου. Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν τους τάφους τούτους των νεκρών. ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ Ω ουρανέ! — Γυναίκα, ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει! Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη. Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη, στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!

Αυτή έμεινε πολλά ευχαριστημένη εις την απολογίαν που της έκαμα, και εις καιρόν που ετοίμαζε διά να μου δώση σημείον της αγάπης, που εις εμέ έδειχνεν, ιδού που ακούμε ένα μεγάλον κτύπον εις την πόρταν του χοντζερέ όπου ευρισκόμασθε. Ημείς εμείναμεν ωσάν νεκροί από τον φόβον μας· ω ουρανέ, φώναξεν η Δαρδενέ, ημείς είμασθε χαμένοι· ετούτος είνε ο βασιλέας.

Να μη σε βλέπω, σκύβαλον! ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά, αυθέντα; ΛΗΡ. Ποίος τον έβαλε αυτόντον φάλαγγα; — Ρεγάνη, εσύ δεν το εγνώριζες, ελπίζω... — Ποίος ήλθε; Ω Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, — αν το θέλης να έχουν σέβας τα παιδιά, γέρος και συ αν είσαι, Βοήθησέ με Ουρανέ, και ρίξε την φωτιά σου! Ειπέ μου, δεν εντρέπεσαι τα γένειά μου να βλέπης;... Τι έκαμες! Το χέρι σου της έδωκες, Ρεγάνη!