United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες; Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την κυριακή τ' απόγεμα, στ' αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδι, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν' αντικρύστηκαν μια στιγμή, την κυριακή τ' απόγεμα στο χορό, στ' αλώνια. Και θα την πάρει.

Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την αγαπήση.

Αφού επλήρωσε την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα διά να της δώσουν ένα καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση να ζήση ήσυχα· αυτοί όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την ωραιότητά της και το πνεύμα της τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν ησυχία.

Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε στάκτη. Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον.

Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.

Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.

Δεν απέρασε πολύς καιρός που να μην έμβω εις τον φθόνον του προεστού της χώρας, καθώς μου προείπεν ο γέροντας. Έρχεται μίαν ημέραν ο παταλμαντζής ο βασιλικός και μου ζητεί να του φανερώσω τον Θησαυρόν μου, διά να τον κάμη βασιλικόν κατά τους νόμους. Εγώ έμεινα νεκρός να ακούσω το ζήτημά του.

Και ο Καλάφ αφού εστάθη τρεις χρόνους εις το βασίλειον της Κίνας, μαζί με την αγαπημένην του Τουρανδότην, μανθάνοντας τον θάνατον του πατρός του, εμίσευσεν από εκεί μαζί με την γυναίκα του και δύο παιδιά που είχε κάμει εις αυτό το αναμεταξύ, και επήγεν εις την Νογαϊδά, και ανέβη εις τον θρόνον του πατρός του, και εβασίλευσε διά πολλούς χρόνους, και απέρασε μίαν ζωήν ευτυχισμένην και ασύγχυστην, και πάντα κατά πολλά αγαπημένα με την περιπόθητήν του γυναίκα, που με κίνδυνον μέγαν της ζωής του την απόκτησεν.

Τότε η νέα αφού τον εβεβαίωσεν ότι αυτή δεν ήθελεν αλησμονήσει την δεξίωσιν, και τες χάρες που της έκαμεν, εμίσευσε και επήγεν εις τον πατέρα της, και εδιηγήθη τα όσα απέρασε, και τα όσα είδεν.

Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα.