United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.

Η στέρησι και η αγρυπνιά με είχαν κάμη να λυώσω σαν το κερί. Είχα καταντήση ο μισός και δεν ήμουν πλιά καλός ούτε για χαμάλης. Η δυστυχία με είχε κάμη και ταπεινό. Σιγά-σιγά, και με καλό τρόπο, για να μη θυμώση άρχισα να του αραδιάζω όσα είχα να του πω. Αυτός όμως εξακολουθούσε να προσέχη πολύ περισσότερο εις τα παιγνίδια του γάτου παρά τα δικά μου λόγια. Τότε μ'επήρεν ο θυμός.

Μα είνε να μη γελάς, να μη λιγώνεσαι, να μη ξεψυχάς; Και απροπό, ξέρεις πώς έδωσε τον ορισμό του στομαχιού μια επαρχιώτισσα κυρία, πολύ καθώς πρέπει, χτες, πούρθε να μου κάνη βίζιτα; Άκου· το στομάχι, κυρία μου, είνε το πηδάλιος του σώματος! Σικ, θεέ μου!... Πού καιρός να σου αραδιάζω τέτοια χαριτωμένα πραγματάκια. Ο Δωδέ αυτός θα πελάγονε σ' αυτή τη τυποπλημμύρα.