Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Πολλά τα έτη στόνομά σας, απολογιέται ο χωριανός. — Βλέπεις; δε σου τόλεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης. «Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ' έξεστί μοι». — Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός. — Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.

Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στάσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξη. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώση, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της. Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύης αυτές τις κατάρες.

Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή. — Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε. Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ' αρχοντικό του μεγαλήτερου προεστού μας πριν έρθη από την Αγορά και πατήση τις φωνές και κάμη τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργή το φαεί. Να θυμώση με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει.

Μην τακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δασκάλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη. Είτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν είταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γυιος ενός Προεστού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κ' οι τούρκοι τονε φοβούνταν.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά. — Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα. — Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος. — Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη! — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.

Κατόπι τον Απόλοχο και Πείσαντρο, γενναίους του πρόκριτου Αντιμάχου γιους — π' αφτόν με δώρα ο Πάρης μπούκωσε απ' όλους πιο πολύ, με ζηλεφτό χρυσάφι, κι' αμπόδαε πίσω τη Λενιό τ' αντρός της ναν τη δώκουν125 αφτού του προεστού διο γιους τσακώνει ο Αγαμέμνος, διο σ' ένα αμάξι, πούστριψαν τ' αλόγατα να φύγουν. Μα πέσανε οχ τα χέρια τους τα στολισμένα γκέμια, και σκιάχτηκαν τα ζα.

Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί νάχη και τόση χάρη. Αυτός σαν ανασηκώνη τα μανίκια του να του χύση η χαδεμένη του να πλυθή, δε θα φεγγοβολούνε δυο τέτοια μπράτσα αποπάνω από την ασημένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάννας της. Άγια καλοσύνη!

Δεν απέρασε πολύς καιρός που να μην έμβω εις τον φθόνον του προεστού της χώρας, καθώς μου προείπεν ο γέροντας. Έρχεται μίαν ημέραν ο παταλμαντζής ο βασιλικός και μου ζητεί να του φανερώσω τον Θησαυρόν μου, διά να τον κάμη βασιλικόν κατά τους νόμους. Εγώ έμεινα νεκρός να ακούσω το ζήτημά του.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν