United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.

Κι αν τον ονομάση κανείς με το παλιό του όνομα το παίρνει για βρισιά· γίνεται σκυλί. — Γιατί με ζαλίζεις μ' αυτόν τον παλιάνθρωπο; είπε βαριεστισμένος ο Αριστόδημος. — Παλιάνθρωπος ναι, δεν το κρύβω. Μα ξέρεις τι κατάφερε; πήγε και καλλιέργησε το χτήμα του Χαγάνουτο χτήμα μας. — Και τι με μέλλει μένα; ας φροντίση εκείνος. — Ο Χαγάνος δεν το ξέρει· μα και να το μάθη λίγο τον μέλλει.

Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού. — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό. — Και τον εσκότωσες, σκυλί;

ΜΙΚ. Αυτά ίσως είνε αληθινά, κυρ πετεινέ. Αλλ' εγώ δεν 'ντρέπομαι να σου ομολογήσω τι μου συμβαίνει• μου είνε αδύνατον να ξεμάθω την επιθυμίαν που είχα από τα παιδικά μου χρόνια να γείνω πλούσιος• και το όνειρον μου μένει ακόμη μπροστά στα μάτια μου με όλο εκείνο το χρυσάφι. Σκάζω δε από ζήλεια, όταν συλλογίζωμαι ότι απολαμβάνει τόσα πλούτη ο παλιάνθρωπος ο Σίμων.