United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζήσε να λέγης, ότι ένας τρελλός ευσπλαγχνικός σ' εβίασε να φύγης. ΠΑΡΗΣ Δεν τα ψηφώ τα λόγια σου και τους εξορκισμούς σου, κι' ως άνθρωπον παράνομον εδώ σε συλλαμβάνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πόλεμον θέλεις και καλά; Ιδού λοιπόν! Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ Θεέ μου! Σπαθιαίς! Τους νυχτοφύλακας ας τρέξω να φωνάξω. ΠΑΡΗΣ Μ' εσκότωσες! 'σπλαγχνίσου με, και άνοιξε το μνήμα, κ' εξάπλωσέ με νεκρικά κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Ωιμέ! που εστεφανώσετε με συμφορές πολλές τα σπίτια· και στερνά τώρα ερέκαξαν στριγγά τον Επινίκιο οι Κατάρες αφόντας τ’ ασταμάτηγο φευγιό επήρ’ η γενεά και πάει. Της Άτης στέκεται το τρόπαιο στις πύλες που σκοτώθηκαν και μόνο αφού τους δυό τους νίκησεν ελούφαξε κ’ η Μοίρα. Ο θρήνος της Αντιγόνης και της Ισμήνης ΑΝΤΟΓΟΝΗ Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες. ΙΣΜΗΝΗ Τον εσκότωσες και σκοτώθηκες.

Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό. — Και τον εσκότωσες, σκυλί;

Και μετ' ολίγην ώραν παρετήρησαν μακράν και είδον εις εκείνες τις πεδιάδες ωσάν ένα σκοτεινόν καπνόν, ήγουν ωσάν ένα σύγνεφον από κονιορτόν που το σηκώνει ο άνεμος και όταν επλησίασεν εις αυτούς με μεγάλην βοήν και ταραχήν, άνοιξε το σύγνεφον και βγήκε το Τελώνιον και τρέχοντας αρπάζει τον Πραγματευτήν από το χέρι με το σπαθί ξεγυμνωμένον και του λέγει· σηκώσου· θέλω να σε αποκεφαλίσω καθώς εσύ εσκότωσες τον υιόν μου.

Μήπως εις όλα αυτά δεν προσέθεσες και αυτό το έγκλημα, συστήσας εις τον αδελφόν σου να θυσιάση την κόρην του; Τόσον εφοβήθης μήπως δεν πάρης οπίσω την κακήν εκείνην γυναίκα; Όταν δε κατέλαβες την Τροίανδιότι πρέπει να έλθω και εις αυτά τα άθλα σουδεν εσκότωσες την γυναίκα αυτήν, όταν ήλθεν εις τα χέρια σου.

Ο δυστυχισμένος πραγματευτής έμεινε μισαποθαμμένος από την τρομάραν του, έπεσεν εις τα πόδια του Τελωνίου, και το παρακαλεί μετά δακρύων να τον αφήση, διότι δεν έκαμε κακόν κανένα, και δεν έχει κανένα πταίσιμον. Απεκρίθη το Τελώνιον καθώς εσύ εσκότωσες τον υιόν μου, έτσι τυχαίνει να σε σκοτώσω και εγώ.

Το Τελώνιον κρατώντας πάντοτε το σπαθί γυμνόν έλαβεν ολίγην υπομονήν έως που ο δυστυχής πραγματευτής να τελειώση τους θρήνους του, και λέγει του· όλα αυτά τα θλιβερά λόγια σου δεν αξίζουν τίποτε, εσύ εσκότωσες τον υιόν μου, πρέπει εγώ να σε σκοτώσω, έτσι απεφάσισα... Τελειώνοντας τούτους τους λόγους η Χαλιμά και ηξεύροντας ότι ο βασιλεύς συνηθίζει να σηκώνεται ενωρίς να προσκυνήση και ύστερα να υπάγη εις το συμβούλιόν του εσιώπησε.

ΛΟΥΙΖΑ Με συγχωρείς, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι, όχι. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπούλη μου. μη με δείρης. ΑΡΓΓΑΝ Θα τις φας. ΛΟΥΙΖΑ Όχι, για το Θεό, όχι, μπαμπά μου. Να! να! ΛΟΥΙΖΑ Αχ! μπαμπά μου, μ' εσκότωσες! Στάσου: πέθανα! ΑΡΓΓΑΝ Τι είνε αυτά, Λουίζα; Λουιζίτσα. Αχ! Θεέ μου! Λουιζίτσα, κόρη μου. Αχ! δυστυχής που είμαι! η κόρη μου πέθανε! Τι έκανα ο άθλιος; Αχ! παληοβέργα! Να πάρη ο διάβολος όλες τις βέργες!

Εφώναξε και πάλιν, αλλά απόκρισιν δεν έλαβε, και επί τέλους τον επήρεν ο θυμός, και πετά το ποτήρι εις την κεφαλήν της γραίας, η οποία έπεσεν αμέσως ανάσκελα, μουσκεμένην από το νερόν. — Μωρέ! εφώναξεν ο μικρός Κλώσος από την θύραν του ξενοδοχείου. Μου εσκότωσες την νόναν μου. Και αρπάζει τον ξενοδόχον απο τον λαιμόν. — Ιδέ, της ετρύπησες το μέτωπον.