United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορεί να μη την ακούση τώρα, μα ασφαλώς καμμιά μέρα, όταν όλοι βαρεθούμε μέχρι θανάτου τον κοινοτοπικό χαρακτήρα του νεώτερου μύθου, θα την ακούση και θα προσπαθήση να δανεισθή τα φτερά της. » όταν εκείν' η ημέρα χαράξη ή κοκκινήση εκείν' η δύση, πόσο χαρούμενοι θα γενούμεν όλοι!

Τι όμως ήτο δυνατόν να του εμπνεύση η εκ πάσης όψεως οικτρά θέα των αποτετριμμένων εκείνων και παραλύτων βιβλίων, άτινα είχε ταμιεύσει εκεί ο φιλαναγνώστης ποιητής, εις διατριβήν των νυκτερινών αυτού αγρυπνιών; ουδέν άλλο ίσως, ή ότι είχε λησμονήσει έως τότε να αποδώση αυτά εις τους φίλους παρ' ων τα είχε δανεισθή. Κατά τι δε θα μετέβαλλεν η σιωπηρά αύτη υπόμνησις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου;

Εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν, ην είχε δανεισθή όπως φέρη προς τον κύριόν του, και με τόσην τέχνην του αφείλεν εκείνος, διαλαθών την ουχί λίαν εντεταμένην προσοχήν του, δεν ήθελεν υποστή την απώλειαν τούτην, εφ' ή ουδέποτε έμελλε να παρηγορηθή.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.

Οδοιπορών διά νυκτός όπως αποφεύγη τον πνιγηρόν καύσωνα, άνθρωπός τις φθάνει εις την οικίαν φίλου. Ο ξενίζων είνε πτωχός και δεν έχει τίποτε δι' αυτόν· αλλ' όμως, επειδή με όλον το παράωρον δεν θέλει να παραβλέψη τα χρέη της ξενίας, εγείρεται, και μεταβαίνει εις την οικίαν άλλου φίλου όπως δανεισθή τρεις άρτους.

Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτιού ήσαν ανεπαρκή διά την έκτακτον εκείνην περίστασιν και είχαν δανεισθή από την γειτονιάν καθέκλες και τραπέζια, τα οποία επροσπάθουν να συναρμόσουν διά να σχηματίσουν μεγάλην τράπεζαν επαρκή διά τους προσκεκλημένους. Τα πολύτιμα πινάκια είχαν κατεβασθή και τα μάκτρα τα «ξομπλιαστά» εξεκρεμώντο από το ράφι, διά να τεθούν εις την τράπεζαν.