United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το ράντσο του, παρά το οποίον εκάθητο τώρα, και από την στενόμακρον κασσελίτσαν του, τίποτε άλλο δεν είχεν αποκτήσει εις τον κόσμον αυτόν, εκτός μίαν καταραμένην αναποδιάν σαν την μάννα του, την οποίαν του εφαίνετο ότι εκληρονόμησεν από την καταραμένην εκείνην, ως έλεγεν ο ανόητος ανοηταίνων, ανάποδος και εις τα παράπονά του και αδιόρθωτος, ωσάν η γηράσασα κακία, η οποία ποτέ της δεν ημπορεί να γείνη αρετή.

Εμπόργε να σου μιλήση με το γλυκύ, σαν άθρωπος. Μα κατέχεις τονε πως είνε μανισάρης κι' ανάποδος. — Και δε λες και τάλλο; είπεν η Σαϊτονικολίνα. Ο Στρατής, παιδί μου, ήθελε να κάμουνε γαμπρό τον Τερερέ και για τούτο τα κάνει. — Όμοιος τον όμοιον αγαπά, συνεπλήρωσεν ο Σαϊτονικολής. Μα ο κακομοίρης ο Θωμάς έχει καλή ψυχή. Μη θωρείς πως είνε στυφής και γρινιάρης. Τα βάσανα τον έχουν ετσά καμωμένο.

Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σούφταιξα, Μανωλιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δης; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είνε κακός κι' ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζη; νάξερες τι τραβώ κεγώ! ... Μαν ο Στρατής είνε κακός, μπορείς να πης κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ' αγαπώ· μα είντα μπορώ να κάμω; Θ' αφήσης να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι

Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.

Όλοι δ' εσιώπησαν χάσκοντες εις το τέλος, από την ευχαρίστησιν, και αυτή η Μαριγούλα εσίγησε θαμβωθείσα και αυτή. — Γεια σου κώτισσα! Ανεκραύγασεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρας στρίβων τον λευκόν μύστακά του. Αλλ' ο γέρω-Μπούμπας, ανάποδος πάντοτε, λαβών τέλος μέρος εις την ναυτικήν παρέαν επέκρινεν: — Η νισυριαίς γνέθουνε καλλίτερα από της κώτισσαις . . .

Ο Μουφάκ ήτον φυσικά καλός, όσον ανάποδος ήτον ο Κατής· αυτός αφέθηκε να γελασθή από τα ψευδή ταξίματα του Κατή και χωρίς να αμφιβάλλη, αγκαλιάσθηκαν και ωρκίσθησαν ανάμεσόν τους μίαν παντοτεινήν αγάπην.

Ο λοχίας ο Βλαχογιώργος ήταν αρχιφύλακας στα μπουντρούμνια πάνω της φυλακής. Ήταν στρυφτός άνθρωπος· ανάποδος. Να κάνη τον αντρειωμένον ήθελε κ' εξέσπαγε την ψέφτικη την αντρειά του στους άμοιρους τους φυλακωμένους. Εφερότανε σαν τύραννος σωστός. Ν' ατάχτιζε κανείς μες τα δωμάτια, το Βλαχογιώργο θάστελνε ο Φρούραρχος για να τον σωφρονίση.

Κι' άντα τζωπαίνεις, άτυχος, κι άντα μιλάς Κι' άντα δακρύζεις, άχαρος, κι' άντα γελάς. Στο κάτζημό σου ανάποδος, και στο φαγή. Στα μέτωρά σου άτζαλος, και στην οργή. Και η φρονιμάδα σου άτοπη, χωρίς καιρό. Κι' η τρελαμάδα σου άπρεπη, με το σωρό. Δε μνήσκεις αψηγάδιαστος καμμιάς λογής. Σε όλα σου ανάλατος, κοντολογής. Πώς είσαι αφύσκος, φίλε μου, Δεν τ' αναιρώ, Ως πράμμα αναντιλόγητο, και φανερό.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώτα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόντο βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.