United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;

Στον ίδιον καιρό άλλη μικρότερη μάχη, με λαμπρά όμως κι αυτή αποτελέσματα, έγινε στην Περσαρμενία. Ύστερ' απ' αυτές τις δυο χαστουκιές άρχισε η συντυχιά. Δεν πήγε όμως ομπρός, εξ αιτίας 50 χιλιάδες Σαμαρίτες που είτανε παναστατημένοι από τα 529, και τώρα σήκωσαν πάλε κεφάλι και τάζανε να δώσουνε στους Πέρσους όλη την Παλαιστίνη. Ξαναρχίζει λοιπό στα 531 ο πόλεμος.

Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διο χέρια πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια, κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε, 15 μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διο τους γιους τ' Ατρέα «Τ' Ατρέα οι γιοί κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, σ' εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε· όμως κι' εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε 20 την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία

Μπήκα μέσα βιαστικά με κείνο το απελπιστικό συναίστημα πως είμαι ξένος, ένα συναίστημα που με πιάνει πάντα όταν έρχουμαι το καλοκαίρι στη Στοκχόλμη και γνωρίζω πως θα είμαι μόνος. Δεν είχα προφτάσει ακόμα να ζητήσω να μου δώσουνε δωμάτιο, όταν ήρθε ο πορτιέρης και με παρεκάλεσε να πάω στο τηλέφωνο.

Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού. Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο.

Ή θέλεις να 'χης δώρο συ, κ' εγώ να κάθομ' έτσι; Προστάζεις με να δώσ' αυτήν; Την δίδω, αλλ' ανίσως Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί με δώσουν δώρον άλλο, Τεριάζοντάς τοτην καρδιά μ', ισότιμον για να 'ναι. Ειδέκε δεν με δώσουνε, τότε λοιπόν ο ίδιος Εγώ μονάχος έρχομαι· κ' ή παίρνω το δικόν σου Το δώρον, ή του Αίαντος, είτε του Οδυσσέως. Και θα θυμώση και αυτός, προς όποιον υπάγω.

Αλλ' η ευγενική ψυχή πάντα θα κάμη εκείνο που θεωρεί καθήκον της και πρέπον να το κάμη. Και οι καλοί πάντα καλά θα κάμουν. Τον θαυμάζω για ό,τι έκαμε, και μέσ' στα βάθη της ψυχής μου εγώ έχω την πεποίθησι πως οι θεοί ως το τέλος την ευτυχίαν θα δώσουνε σε ένα τέτοιον άνδρα. ΑΔΜΗΤΟΣ, ΧΟΡΟΣ, έπειτα ο ΦΕΡΗΣ ΑΔΜΗΤΟΣ Άνδρες Φεραίοι, ευχαριστώ που ήλθατε εδώ όλοι για να μας αποδείξετε πόσο μας αγαπάτε.

Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, — έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε.

Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σούφταιξα, Μανωλιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δης; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είνε κακός κι' ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζη; νάξερες τι τραβώ κεγώ! ... Μαν ο Στρατής είνε κακός, μπορείς να πης κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ' αγαπώ· μα είντα μπορώ να κάμω; Θ' αφήσης να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι

Άφησα να με σέρνη χωρίς θέληση η γυναίκα μου και δεχόμουνα την κάθε εντύπωση με μια συγκίνηση, σα να είμουνα δώδεκα χρόνια νεώτερος και να καθόμουνα στο κατάστρωμα και να τραβούσα προς νέα άγνωστα τέρματα, που μέλλανε ναλλάξουνε την καθημερινή ζωή μου και να δώσουνε σ' όλην την ύπαρξη, νέες άποψες. Η γυναίκα μου μού φαινότανε ξανανιωμένη όπως και γω.