United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων· και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270 και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, έδωκανόλους απαρχήτα γεμιστά ποτήρια· και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275 να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον, τώρα το τόξο ν' αφεθή καιτους θεούς να ελπίζουν· αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280 αλλά να δώσετεεμέ το στιλβωμένο τόξο, τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας, αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτετα λυγιστά μου μέλη, ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχούτην πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκείεμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφούτην στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25

Δέξου χαλκό και μάλαμα που πλήθος θα σου φέρει 340 να μ' αγοράσει η μάννα μου κι' ο δύστυχος πατέρας, και σπίτι πίσω δώσ' τους το το λείψανο, που μέσα να μου το κάψουν στο καστρί οι Τρώισσες κι' οι Τρώες

Τι λες παπού! καλός είνε ο λαμπριάτης μας; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρης επιδεικνύων μετά τινος υπερηφανείας τον παχύτατον αμνόν του. — Καλός, παιδί μου, καλοφάωτος· και του χρόνου να δώσ' ο θεός. — Ο Θεός κι' ο λόγος σου παπού· καλά 'στερνά! Μικρόν κατά μικρόν ήλθεν η νυξ.

Τότες η κόρη απάντησε του Δία, η Αφροδίτη «Ήρα μου, σεβαστή θεά, του Κρόνου θυγατέρα, λέγε τι θες· μετά χαράς θα κάνω ότι μ' ορίσεις, 195 αν γίνεται η δουλιά που λες κι' αν μου περνά απ' το χέριΤότες της λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα «Δώσ' μου λοιπόν τον έρωτα, και δώσ' μου την αγάπη π' όλους στον κόσμο εσύ νικάς μ' αφτή, θεούς κι' αθρώπους.

Μα θάρρος, έλα πια μην κλαιςτι βγάζεις π' αχ ο θρήνος πίσω δε φέρνειείναι γραφτό να μη στερέβει η πίκρα550 Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Όχι, αρχηγέ μου, μη μου λες να κάτσω εγώ, όσο ο γιος μου χάμου ρηγμένος κοίτεται. Μον δώσ' μου τον... τα μάτια μου λαχταρούνε να τον δουν. Και πάρεμε χαρά σου555 τα πλούσια δώρα πούφερα.

τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθριατους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιάτα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμητην μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότεαυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκείτην φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότεαυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδούτο σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35

Βλαστέ του Μενοικέως εσύ, που των παιδιών μου μόνος πατέρας έμεινες, γιατί οι γονείς των, εμείς που τις γεννήσαμε χαμένοι πλέον είμεθα, μη αβοήθητες χωρίς κανένα στήριγμα, τις ολάρφανες, μου τις αφήσης, μην τες νομίσης ίσες με τα κρίματά μου. Σπλαχνίσου τες, παντέρημες που ’χουνε μείνει, κι άλλη από σε δεν έχουνε καμμιάν ελπίδα. Γενναίε, συγκατάνευσε, παρακαλώ σε δωσ’ μου το χέρι!

Έτσι έλεγαν, και πύρωνε την τόλμη ο ένας τ' άλλου και δώσ' του χτύπους, κι' έφτανε ο σιδερένιος κρότος ως στον χαλκόστρωτο ουρανό μέσα απ' τον άδιο αιθέρα. 425

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».