Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν στα παστρικά, όπου φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι 200 είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω. Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τι θα κάνουν.

Σκοτεινιασμένος και ταπεινωμένος θα βυθιζότανε μέσα στη φρίκη που τοίμαζε στον κόσμο η πλημμύρα της βαρβαρωσύνης, και θαφανιζότανε σαν τόσα και τόσα άλλα έθνη που ήρθαν και διάβηκαν, μόνο που πρόβαλε ταστέρι της Βηθλεέμ, και μας περέχυσε νέα ζωή· η δύναμη κ' η χάρη που ως και τη σοφιστική μας αρρώστια τηνέ γύρισε σε καλό, και σαν είδος φρύγανα την πήρε για νανάψη τη θρησκευτική φλόγα που της είχε μεγάλη ανάγκη ο απελπισμένος ο κόσμος.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν παλούκια και χαντάκι τρεχάτοι, κι' έπεφαν πολλοί απ' Αχαιών κοντάρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στ' αμάξια χλωμοί του φόβου, τρέμοντας· και στην κορφή της Ίδας ξύπνησε ο Δίας άξαφνα απ' το πλεβρό της Ήρας. 5 Κι' όρθιος πηδάει, και στέκοντας θωράει τα διο τ' ασκέρια, τους Τρώες πούχαν νικηθεί, και πίσω τους Αργίτες που τους βαρούσαν κι' έτρεχε ο Ποσειδός μαζύ τους.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν