Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Γεια σου, γέρο, είπε το Φλάουτο, ένα παλιόπαιδο αμούστακο και αδιάντροπο, πειράζοντας το γέρο. Το Μπουζούκι και το Βιολί, δύο μεσόκοποι χλωμοί και κομμένοι από το ξενύχτι και το κρασί, πάσχιζαν να πάρουν κανέναν ύπνο, ακουμπώντας με χασμουρητά στην τεντωμένη σκότα. — Γεια σου, γερωμπαμπαλή! ξαναφώναξε το Φλάουτο. Καλά κουμαντάρεις. Βάρδα μονάχα μη τσακίσης την ξέρα...

Μα τέλος πια σα διάβηκαν παλούκια και χαντάκι τρεχάτοι, κι' έπεφαν πολλοί απ' Αχαιών κοντάρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στ' αμάξια χλωμοί του φόβου, τρέμοντας· και στην κορφή της Ίδας ξύπνησε ο Δίας άξαφνα απ' το πλεβρό της Ήρας. 5 Κι' όρθιος πηδάει, και στέκοντας θωράει τα διο τ' ασκέρια, τους Τρώες πούχαν νικηθεί, και πίσω τους Αργίτες που τους βαρούσαν κι' έτρεχε ο Ποσειδός μαζύ τους.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Ανασήκωσε τα μάτια του με τα λευκά από το αλεύρι βλέφαρα και χαμογέλασε. «Ποια υπόσχεση;» «Ότι θα ζυγίζεις καλά», είπε ο Έφις και έφυγε. Μόλις ζύγισε το σακί, ο Τζατσίντο πετάχτηκε έξω και είδε τους δυο ζητιάνους ν’ απομακρύνονται πιασμένοι από το χέρι, χλωμοί και τρεμάμενοι και οι δυο, σαν άρρωστοι. Τον φώναξε, αλλά ο Έφις του έκανε με το χέρι αντίο χωρίς να στρέψει.

Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πη κάτι, κι άρχισε να τραντάζη όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρίζουν όλοι οι τοίχοι. — Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες. Σαν τρελλοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού.

Και η άλλη; Τη θυμάσαι; Γύρω από ένα τραπέζι ξεφαντώματος, άντρες και γυναίκες, αποκαμωμένοι από το κρασί και τα φιλιά, χλωμοί σαν πεθαμένοι, με τα μάτια βαθουλωτά, κοίτονταν σαν πτώματα, άλλοι πεσμένοι κατάμουτρα απάνω στα μαραμένα λουλούδια, άλλοι ξαπλωμένοι πίστομα στο χώμα, άλλοι κουλουριασμένοι, σαν να τους τάραξε μια κακιά αρρώστεια.

Σύγκαιρα το πελώριο άγαλμα έγυρε ζερβά, εθρυμμάτισε τη μια βιβλιοθήκη και σωριάστηκε με το λάτρη του στο πάτωμα. Σείστηκε το σπίτι συθέμελο. Οι τραπεζοκαθισμένοι πήδησαν χλωμοί από το φόβο τους. Ο Δημητράκης με τον Αλαμάνο τρέξανε πρώτοι στο γραφείο. — Α!... μια γάτα, μια γάτα!... φώναξε ο σοφός, πισωπατώντας στην πόρτα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν