United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρος τράβηξε το τσιγάρο του, έβγαλ' ένα σύννεφο καπνό από το στόμα και τα ρουθούνια, κυττάζοντας με περιφρόνηση το παλιόπαιδο· το πανί άρχισε να παίζη, σε λίγο κρεμάστηκε σαν κουρέλι. Το Μπουζούκι και το Βιολί, που τους έλειψε το ακουμπιστήρι, ξυπνήσανε μαχμουρλήδες. Το αεράκι ξεψύχησε ολότελα. Ο γέρος κύτταξε ολόγυρά του και κάτι μουρμούρισε μέσα του.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Η αθωότης, και διεφθαρμένη εάν ήνε, δύναται να τύχη συγγνώμης· η διαφθορά όμως, όσον αθώα και εάν ήνε, ουδέποτε Όταν ο στόμαχος παίζη βιολί, ο εγκέφαλος αρχίζει πολύ κακόν χορόν. Επί εκατόν αυτοχειριών, αι εννενήκοντα εννέα δεν είνε αποτέλεσμα της επιρροής του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, αλλά του περιβαλλομένου εν ημίν, όστις, ουχί σπανίως, είνε πλειότερον του πρώτου αμείλικτος.

Ανέβασε τόρα στο πάλκο κ' έστησε σύριζα στην αγκωνή ένα τραπέζι. Έφερε από το μπουφέ μέσα κρυμένα, με μεγάλην προφύλαξη τα όργανα. Απίθωσε στο τραπέζι απάνω το σαντούρι, μετρώντας με το στόμα ανοιχτό τις μυριόδιπλες αστραφτερές χορδές του. Εκρέμασε στη μιαν άκρη το βιολί, στην άλλη το λαγούτο. Στον καθρέφτη αποκάτω εκρέμασε τόμορφο κομψό ντερφάκι.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία εξανάλαβα εκ νέου επαίνους.