United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Μα και να μη χάνουνταν αμέσως, και νάφιναν τους Τούρκους να πάρουν το δρόμο τους, πάλι θάβρισκαν τρόπο οι Δυτικοί να σπείρουν το σπόρο τους σε κάθε κόχη του τόπου, και μήτ' εθνισμός δε θα μας έμνησκε, μήτε γλώσσα εθνική της προκοπής, μήτε ρουθούνι καθάριο ρωμαίικο δε θανάσαινε σήμερα.

Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος. — Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα; Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε. — Καλά, έρχουμαι, του λέει.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ' ανώμαλα ρήματα και να φυτρώση «Ελληνισμός». Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμά του τέτοιο είταν.

Είτα ο Κύριος και πάλιν τους ανέμνησε πως ο Θεός ενδύει, λαμπρότερον ή εν πάση τη δόξη του Σολομώντος, τα κρίνα του αγρού, και τρέφει τα πετεινά του ουρανού, τα οποία δεν σπείρουν ουδέ θερίζουν, και τους συνεβούλευσε να μη μετεωρίζωνται επί της τεταραγμένης θαλάσσης των μεριμνών και της τύρβης του βίου. Αι παρατηρήσεις απηυθύνοντο κυρίως προς τους μαθητάς, αλλά και το πλήθος τας ήκουεν.

Διότι αυτό εσήμαινε ο ιδικός μου λόγος, ότι εγώ έχω να μεταχειρισθώ μίαν μέθοδον χάριν αυτού του νόμου, την φυσικήν χρήσιν της συνουσίας προς τεκνοποίησιν, δηλαδή να απέχουν μεν από το άρρεν και να μη δολοφονούν το ανθρώπινον γένος εκ προμελέτης, ούτε να σπείρουν επάνω εις βράχους και εις πέτρας, όπου δεν είναι δυνατόν να ριζώση και να γονιμοποιηθή, να απέχουν δε από τον θηλυκόν αγρόν, εντός του οποίου δεν επιθυμεί κανείς να φυτρώση ο σπόρος του.