United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάριΦοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη! Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη.

Αδύνατο να φανταστής, και να μη σε πάρη σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρης το τι είτανε κάθε λιθάρι σ' αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλότυχος ο ζευγάς, — κι ας είναι και Τούρκος, — που ήσυχα και ξέννοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ' ονειρευτή πώς γίνεται να υπάρξη κ' ιεροσυλία στον κόσμο!

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού την περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι' ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου.

Με αυτόν τον τρόπον όπως ίστατο ο Ρούντυ ακίνητος, θα ενόμιζε κανείς, ότι σημαδεύει αίγαγρον· αλλά αυτός ο ίδιος ήτο αυτήν την στιγμήν όμοιος με αίγαγρον, η οποία επί τινα λεπτά δύναται να σταθή σαν να είναι από λίθον πελεκημένη, και αιφνιδίως ανασκιρτά και τρέπεται εις φυγήν, εάν κανένα λιθάρι κατρακυλίση. Ακριβώς το ίδιο έκαμε και ο Ρούντυ: Μία σκέψις εκύλισε μέσα του.

Πάλι γυρίζει και της λέει της Μάγισσας ο Γιάννος: — Πες μου, να ζήσης, Μάγισσα, ξαδέρφη των δαιμόνων, Που βρίσκεται τ’ αλάθευτο Βοτάνι της Αγάπης, Που την καρδιά της άσπλαγχνης μπορεί να μεταπείση; Σε τι λιθάρι βρίσκεται; Σε τι γκρεμό φυτρόνει; Όπου κι’ αν είναι το, μπορώ να πάγω και να τώβρω... Δε με φοβίζει τίποτε: γκρεμοί, ποτάμια, λόγγοι... Μονάχα πε μου, που είναι το, και πώς μπορώ να τώβρω, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ικανός, γερός και παλληκάρι.

Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά.

Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου. Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στην πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Ταηδόνια τραγουδούσανε μέσα στα δασά πλατάνια, και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε.

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.