United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν εκείνο ανίδεα κι αδιάφορα στέκανε γύρω τα δέντρα, τα χαμοκλάδια, τα λούλουδα και παραπίσω ψήλωναν τα βουνά και παραπάνου ο ήλιος, άγουρος αγκάλιαζε τα πάνταΣαν φτάσης στα κρύα νερά και τα πολλά τα δάσα μη μας ξεχνάς, Ζαφείρω μου. — Όχι, μάννα μ'! .. . όχι, μάννα μ'!... — Σα μπαίνης πρώτη στο χορό και σα γλεντάς στην τάβλα, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ' ...

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, αφτά κατόπι μάλιστα σωστό ναν τα φροντίστε, 200 σα γίνει τέλος σκόλασμα της μάχης κι' όταν μέσα εδώ στα στήθια τα δασά δε βράζει τόσο πάθος. Μα τώρα εκείνοι κοίτουνται σφαγμένοι απ' το κοντάρι του Έχτορα, σαν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου, κι' εσείς φαγιά μου κραίνετε.

Κ' εγώ θα να σου πάρω Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι, Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα! Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα, Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες, Για να με πάρουντο χορό, για να μου ειπούν τραγούδια, Και για να παίξουμε μαζή.

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια. — Καλά, Μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με συμπαθάς... Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω... Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα. — Σαν το θέλης, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι.

Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.

Κανένα, εξόν ο Ωκιανός, δεν έλειψε ούτε ρέμα, ξωθιά καμιά όσες χαίρουνται χορταριασμένους βάλτους και βρύσες και πηγές νερών κι' όσες πανώρια δάσα. Κι' όλοι σαν ήρθαν στου Διός τον πύργο, παν καθίζουν 10 στα μαρμαρόκοφτα θρονιά που του πατέρα Δία του τάχε κάνει ο Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη. Έτσι οι θεοί είταν στου Διός τον πύργο συναγμένοι.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.

Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης, Να πάω να ζήσωτο μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα, Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια, Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια Το καλοκαίριτα βουνά και τον χειμώτους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.

Θαρρεί πως είνε τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήση η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθή με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω απ' τα δασά του τα μουστάκια. Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε.